«Μένγκελε»: κριτική θεάτρου
Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Μένγκελε» που παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Faust σε σκηνοθεσία Κώστα Φιλίππογλου.
«Αν είσαι η Εσθήρ, είμαι ο Μένγκελε»
«Αν είσαι ο Μένγκελε, είμαι η Εσθήρ»
Κατά πόσο η έννοια της ταυτότητας είναι πραγματικά ελεύθερη να την κατασκευάσουμε εμείς οι ίδιοι και πόσο η ιστορία συνεχίζει να μας επηρεάζει ως εξωθεσμικός παράγοντας ακόμη και χρόνια αργότερα; Για κάποιους αυτά τα ερωτήματα έχουν απλή απάντηση, για μερικούς άλλους η απάντηση δεν είναι τόσο απλή και δεν είναι μία, το βέβαιο πάντως είναι ότι βρίσκονται στο επίκεντρο της μοντέρνας τέχνης. Μπορεί να έχεις μεγάλη γεωγραφική και χρονική απόσταση από ένα συγκεκριμένο γεγονός και πάλι με κάποιον τρόπο ενδέχεται να επηρεάσει τη ζωή σου. Και δεν έχει να κάνει με τη λογική της θεωρίας της πεταλούδας ή κάτι τέτοιο, αλλά περισσότερο με αντιμετώπιση των προσωπικών δαιμόνων που δεν υπολογίζουν γεωγραφικά μήκη και πλάτη και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή να αναδυθούν στην επιφάνεια.
Με τα παραπάνω ζητήματα καταπιάνεται το «Μένγκελε» του Θανάση Τριαρίδη που ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά στη θεατρική σκηνή του Faust σε σκηνοθεσία Κώστα Φιλίππογλου, με τους Λάζαρο Γεωργακόπουλο και Μυρτώ Αλικάκη να επιστρέφουν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η πλοκή του έργου περιορίζεται στα βασικά και εκεί έγκειται και η σπουδαιότητά της. Ένας άνδρας και μια γυναίκα, άγνωστοι μεταξύ τους, βρίσκονται μόνοι στο κουπέ ενός ηλεκτρικού τρένου στο νυχτερινό δρομολόγιό του. Αφού συστηθούν μέσα από μια κοινότυπη συνομιλία γνωριμίας, γίνεται μια διακοπή ρεύματος και το τρένο μένει σταματημένο. Για να περάσουν λοιπόν την ώρα τους αποφασίζουν να παίξουν ένα παιχνίδι ρόλων. Πιο συγκεκριμένα ο άντρας αναλαμβάνει να υποδυθεί τον Γιόζεφ Μένγκελε, γνωστό ως Άγγελο του Θανάτου του Άουσβιτς και η γυναίκα γίνεται η Εσθήρ, εγγονή μιας Εβραίας επιζήσασας από τα φριχτά πειράματα του που θέλει να τον εκδικηθεί.
Γρήγορα και οι δύο θα καταλάβουν ότι όλο αυτό είναι παραπάνω από ένα παιχνίδι και η έξαψη που δημιουργείται τους παρασέρνει σε μια δίνη που το απόλυτο κακό συγκρούεται με την απόλυτη αγάπη και ο χρόνος σταματά σαν να μην υπήρξε ποτέ γραμμικός. Ο άνδρας υποδύεται τον Μένγκελε ή μήπως είναι ο Μένγκελε; Ή άραγε ο Μένγκελε είναι αυτός που υποδύεται έναν άλλο άνδρα; Και η ίδια διαδρομή συμβαίνει και με τη γυναίκα και την Εσθήρ. Η συλλογική μνήμη μετουσιώνεται σε προσωπική και η υπόθεση αγγίζει σταδιακά τα όρια της επιστημονικής φαντασίας. Οι ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών μπορούν να παραλληλιστούν με μπαμπούσκες που μέσα στη μία υπάρχει μια άλλη και ποτέ δεν ξέρεις πραγματικά ποια είναι η τελευταία. Το παιχνίδι καταλήγει ένα ταγκό θανάτου που μέσα του αμφισβητεί τα καθεστώτα της ηθικής, της ταυτότητας και της ίδιας της ιστορίας.
Ο άντρας δε γίνεται μόνος του Μένγκελε, ούτε η γυναίκα από μόνη της Εσθήρ. Το «αν είσαι, είμαι» φανερώνει ότι η ταυτότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ταμπέλα και το ποιοι είμαστε δεν έγκειται αποκλειστικά από εμάς αλλά έρχεται σε συνάρτηση με το μέρος, το συνομιλητή και το παρελθόν μας. Πρόκειται για μια απλή εθιμοτυπική πρόταση που χρησιμεύει μόνο στο να δώσει το σήμα έναρξης του παιχνιδιού και τελικά λειτουργεί σαν το άνοιγμα του ασκού του Αιόλου. Η λιτή σκηνοθεσία του Κώστα Φιλίππογλου απογυμνώνει τους ηθοποιούς από οποιοδήποτε καταφύγιο και τους αφήνει να αναμετρηθούν με τις πορείες που χαράζουν οι χαρακτήρες τους μέσα στην ιστορία. Αυτοί με τη σειρά τους αναλαμβάνουν την ευθύνη και καταφέρνουν να βρουν ένα φάρο μέσα στη σύγχυση των ρόλων, σε ένα έργο υψηλής δυσκολίας που απαιτεί να μπαίνεις κάθε βραδιά σε μια έντονη ψυχική κατάσταση δίχως υπεκφυγές.
Υπάρχουν πολλές καλές παραστάσεις που μπορείτε να δείτε αυτή την εποχή, το «Μένγκελε» συνιστά όμως πρωτίστως εξαιρετικό θέατρο. Δεν είναι βολικό ή εύκολο και έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις από το θεατή, αλλά η κάθαρση συναισθημάτων στο τέλος είναι λυτρωτική.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]