«Σλάντεκ»: κριτική θεάτρου

slantek
ΤΡΙΤΗ, 18 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2014

Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Σλάντεκ» που παρουσιάζεται στο θέατρο Πόρτα σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά.

Είναι  λογικό αν το σκεφτείς ότι τα τελευταία χρόνια το ελληνικό θέατρο παρουσιάζει άνθηση με νέους πρωτοπόρους δημιουργούς να έρχονται συνεχώς στο προσκήνιο. Μια κρίση ποτέ δεν είναι καθαρά δημοσιονομική και μέσα σε τέτοιες ζοφερές καταστάσεις οι τέχνες αποτελούν ταυτόχρονα διέξοδο και καταλύτη έκφρασης. Κάνοντας λοιπόν κάποιους απλούς παραλληλισμούς, καταλαβαίνει κανείς γιατί βλέπουμε πλέον τόσο συχνά παραστάσεις που παρατηρούν το φαινόμενο της ανόδου του ναζισμού στην Γερμανία του Μεσοπολέμου.

Σε αυτή τη λίστα έρχεται να προστεθεί το «Σλάντεκ» του Δημήτρη Καραντζά, εγκαινιάζοντας τον κύκλο των τριών βραδινών παραστάσεων που θα παρουσιαστούν τη φετινή θεατρική περίοδο στο θέατρο Πόρτα με υπότιτλο «Κακά αγόρια σε έργα με περίεργα ονόματα». Πρόκειται για ένα από τα λιγότερο γνωστά έργα του Γερμανο-αυστρο-ούγγρου συγγραφέα Έντεν φον Χόρβατ, μέσα στο χρόνο όμως όχι μόνο δεν έχει χάσει τίποτα από τη δύναμή του, αλλά κατέστη ακόμη πιο επίκαιρο και «φωνάζει» για άμεση επικοινωνία με το κοινό.

Παρακολουθούμε τη διαδρομή του Σλάντεκ, ενός νέου στην Γερμανία του 1920 που πορεύεται χωρίς να έχει κάποια δουλειά ή να διαθέτει κάποια ιδιαίτερη μόρφωση. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες όμως απαιτούν να πάρεις θέση και στην κρίσιμη στιγμή αποφασίζει την εύκολη και πιο μαζική επιλογή. Αδυνατώντας να οραματιστεί έναν κόσμο σε καθεστώς ειρήνης εντάσσεται στον Μαύρο Στρατό, μια φασιστική ομάδα που πραγματοποιεί εγκλήματα για χάρη «του καλού της πατρίδας». Κοιτάζει μόνο τον εαυτό του και ζητά να τον κρίνουν ως άνθρωπο και όχι ως εποχή, μην μπορώντας να συνειδητοποιήσει ότι μια εποχή δεν είναι τίποτε άλλο από ένα άθροισμα ατομικοτήτων.

Παρόλα αυτά, το «Σλάντεκ» δεν πρέπει να ταυτιστεί ως ένα έργο που κάνει στυγνή καταγραφή των γεγονότων που οδήγησαν στην άνοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Επεξεργάζεται το πλαίσιο ως αφορμή για να αγγίξει πολύ βαθύτερα και διαχρονικά πανανθρώπινα ζητήματα που ταλανίζουν το σύγχρονο άτομο. Μέσα από την πορεία του Σλάντεκ προς την ομογενοποίηση και την ένταξή του στον Μαύρο Στρατό, ο Χόρβατ δράττεται της ευκαιρίας για να μιλήσει για το ανίκητο συναίσθημα του ανήκειν και πόσο αυτό μπορεί να λυγίσει τα πιστεύω, ειδικά όταν αυτά παραμένουν ασθενή και ασαφή. Η ανάγκη του ανθρώπου να ανήκει κάπου είναι ασύμβατη με τα χωροχρονικά πλαίσια και τη σημασία τους, ακόμη και όταν ο κόσμος γύρω μας καταρρέει.

Ο Δημήτρης Καραντζάς έχει δημιουργήσει έναν ντόρο γύρω από το όνομά του μετά τον «Κυκλισμό του Τετραγώνου» (Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Φεστιβάλ Αβινιόν και την «Ελένη» (Φεστιβάλ Επιδαύρου) και εδώ επιβεβαιώνει τη φήμη που τον ακολουθεί. Είναι πιστός σε ένα συγκεκριμένο στυλ σκηνοθεσίας, το οποίο και ας μη σ’αρέσει έχει δεδομένη αμεσότητα. Η μεταφορά του «Σλάντεκ» στη σκηνή γίνεται με λιτό τρόπο, με επτά ηθοποιούς (Αντώνης Αντωνόπουλος, Μαρία Κεχαγιόγλου, Γιάννης Κλίνης, Άρης Μπαλής, Μιχάλης Οικονόμου, Αργύρης Πανταζάρας, Αινείας Τσαμάτης) να κάθονται ήδη ακούνητοι και αμίλητοι σε καρέκλες που βρίσκονται σε απόλυτη σειρά.

Ο θίασος λειτουργεί με εντυπωσιακό συγχρονισμό ώστε οι ρόλοι να αλλάζουν και να περνά ανάγλυφα το μήνυμα του έργου του Χόρβατ περί της απώλειας της ατομικότητας μέσα στη μάζα. Είναι μια μανιέρα που την έχουμε δει αρκετές φορές στο σύγχρονο θέατρο, βρίσκει όμως τις λεπτομέρειες που κάθε φορά σχηματίζουν ένα διαφορετικό αποτέλεσμα και παραμένει έτσι φρέσκια. Σε σημεία το έργο είναι αρκετά σκληρό και με αυτή τη μέθοδο ο Καραντζάς καταφέρνει να σου κόψει την ανάσα και στις μικρές άβολες σιωπές να ακούς την καρδιά σου να παλλεται.

Θα ήταν άδικο να ξεχωρίσουμε κάποιον από τους ηθοποιούς αφού λειτουργούν ως καλοκουρδισμένη μηχανή, ωστόσο αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Άρης Μπαλής πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει πραγματικά ο Σλάντεκ, ο Αινείας Τσαμάτης μέσα από μια ερμηνεία στα άκρα προσωποποιεί το φάσμα του ναζισμού στα σπάργανά του και η Μαρία Κεχαγιόγλου ως η μόνη γυναικεία παρουσία συνδράμει στον πλουραλισμό επί σκηνής και παράλληλα συμμετέχει σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και σημαντικά σημεία της παράστασης σε δραματουργικό επίπεδο.

Ο Χόρβατ δεν προσεγγίζει τα πρόσωπα του έργου του με μίσος, μα προσπαθεί πρωτίστως να τα κατανοήσει ως ανθρώπους. Ο Καραντζάς ακολουθεί αυτό το μονοπάτι με την πολύτιμη βοήθεια της Θεοδώρας Καπράλου στη μετάφραση και αυτό είναι το πιο σοκαριστικό στοιχείο στο «Σλάντεκ». Δεν πρόκειται για μια στεγνή καταγγελία εκ του ασφαλούς, αλλά για ιστορία που συντελείται μπροστά στα μάτια σου με την ίδια ευκολία που μπορεί να συμβεί και σήμερα. Είναι ένα παράδειγμα υψηλής αισθητικής του νέου ελληνικού θεάτρου και είτε το λατρεύεις είτε το απεχθάνεσαι, οφείλεις να παραδεχτείς ότι έχει βρει ταυτότητα.

Γιάννης Μόσχος
[email protected]