«Πισίνα (νερό;)»: κριτική θεάτρου
Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Πισίνα (νερό;)» του Mark Ravenhill που παρουσιάζεται στο θέατρο 104 σε σκηνοθεσία Μιχάλη Παλίλη.
Οι ακραίες καταστάσεις απαιτούν και ακραία αντιμετώπισή τους, είναι λογικό συνεπώς το φαινόμενο της μόδας του βρετανικού in-yer-face κινήματος που παρατηρούμε να καταλαμβάνει τα θέατρα της Αθήνας τα τελευταία χρόνια. Παραστάσεις της Sarah Kane παίζονται διαρκώς και κάποιες φορές η ίδια από διαφορετικούς θίασους την ίδια εποχή και το κοινό στέκεται έρμαιο μπροστά σε έναν καθρέφτη που στήνεται μπροστά του και αντανακλά όλα τα αδηφάγα ένστικτά του. Μέσα σε αυτή την κοινότητα συγκαταλέγεται και ο Mark Ravenhill, του οποίου το «Πισίνα (νερό;)» ανεβαίνει αυτή την περίοδο στο θέατρο 104 σε σκηνοθετική επιμέλεια Μιχάλη Παλίλη.
Πρόκειται για ένα από τα λιγότερο γνωστά κείμενα του Ravenhill που δεν έχει παιχτεί ιδιαίτερα και αυτό οφείλεται κυρίως στην αναρχική του δομή, αφού μοιάζει περισσότερο με έναν εμπύρετο μονόλογο και ας είναι ένα έργο πολλών χαρακτήρων. Ποτέ δεν προσδιορίζεται κάποια συγκεκριμένη υπόθεση και δε διακρίνονται κάποια πρόσωπα με ξεχωριστή υπόσταση, παρά πραγματοποιείται μια απόπειρα το σχόλιο να καταστεί το κύριο γεγονός, μέσα από μια αφαιρετική διαδικασία, δίχως έναν ειρμό να την περιορίζει.
Βέβαια, πριν μπείτε στην αίθουσα είναι χρήσιμο να γνωρίζετε κάποια βασικά ως μια πυξίδα, καθώς διαφορετικά θα χαθείτε μέσα στα πολυδαίδαλα μονοπάτια του κειμένου και δε θα βρείτε ποτέ το το δρόμο της επιστροφής. Μια πασίγνωστη καλλιτέχνις καλεί λοιπόν στο νέο της πολυτελές σπίτι τους παλιούς της φίλους, επίσης καλλιτέχνες, με τη διαφορά ότι αυτοί ποτέ δε σημείωσαν κάποια ιδιαίτερη επιτυχία και έμειναν στην αφάνεια. Αυτό το reunion παίρνει όμως άσχημη τροπή όταν η οικοδεσπότης παθαίνει ένα σοβαρό ατύχημα στην πισίνα. Στην αρχή όλοι νομίζουν πως είναι νεκρή, μόλις συνειδητοποιήσουν ότι επέζησε θα χαρούν, όχι πάντως για τους σωστούς λόγους. Θα βρουν έτσι μια ευκαιρία να εκμεταλλευτούν το σοβαρό ατύχημα της διάσημης φίλης τους, πάντα στο όνομα μιας κάποιας τέχνης. Και αυτά είναι όσα χρειάζεται να ξέρετε πριν παρακολουθήσετε την παράσταση.
Η ελληνική απόδοση του πρωτότυπου τίτλου «Pool (no water)» σε «Πισίνα (νερό;)» είναι πανέξυπνη, αφού το έργο δεν αποτελεί μια κατάφαση, όσο επινοεί μια σειρά από σκληρά ερωτήματα. Έχουμε φίλους ή απλά συνοδοιπόρους στη μιζέρια μας που απαγορεύεται να πετύχουν περισσότερα από εμάς; Και μήπως η επιτυχία έναι ένας μονόδρομος συνυφασμένος με κάποια μορφή εκμετάλλευσης; Και πόσο χαρούμενοι θα ήμαστε αν κανείς δε γνώριζε την επιτυχία μας; Και η τέχνη, έχει πραγματικά όρια και κάποιους κανόνες ηθικής και από ποιο σημείο και έπειτα θεωρείται κανιβαλισμός και αδυσώπητο κυνήγι της επιτυχίας; Μπορεί να νοηματοδοτήσει πραγματικά τη ζωή μας; Πόσο μόνοι είμαστε τελικά;
Τα παραπάνω ερωτήματα δεν αποκτούν συγκεκριμένες απαντήσεις. Εναπόκειται στην κρίση του κοινού να ανακαλύψει αν μπορεί ή αν θέλει να απαντήσει. Γιατί από εκεί και πέρα, η παράσταση είναι αρκετά «ελεύθερη» και η ροή της είναι υπέρ του δέοντος σουρεαλιστική ώστε να αναζητήσεις λύσεις σε αυτήν. Είναι μια δυνατή εμπειρία με μια εκρηκτική κορύφωση, η οποία καθίσταται ακόμη πιο δύσκολη να την υπεκφύγεις από την αρχιτεκτονική του χώρου.
Όταν μπαίνεις μέσα θαρρείς πως βρίσκεσαι μέσα σε μια φουτουριστική αίθουσα γιόγκα ή χορού, με μια μεγάλη neon πορτοκαλί μπάλα να δίνει στο δωμάτιο μια διαρκή αίσθηση δειλινού (δημιουργώντας ωραίους συνειρμούς με την έννοια της δύσης) και τους τέσσερις ηθοποιούς να βρίσκονται ξαπλωμένοι σε ένα χαλί στο κέντρο, το οποίο με τον κατάλληλο φωτισμό μοιάζει με πισίνα (μέχρι να ανοίξουν τα φώτα και να συνειδητοποιήσεις πως… «άνθρακες» το νερό). Απέναντι από το κοινό βρίσκεται επίσης κοινό, με τις δύο αντικρυστές εξέδρες σε συνδυασμό με τα φώτα που παραμένουν ανοιχτά να σχηματίζουν μια άβολη αίσθηση καθρέφτη σαν αυτή που αναφέραμε την εισαγωγή, δίχως τρόπο διαφυγής. Ηθοποιοί και κοινό, όλοι είναι συμμέτοχοι.
Το κείμενο είναι απότομο, αιχμηρό και δύσκολο στην απόδοση και στο να γίνουν σαφή τα σημεία του στο κοινό, οι σκηνοθετικές οδηγίες του Μιχάλη Παλίλη σε συνδυασμό με τη μετάφραση της Δάφνης Λαρούνη προσφέρουν όμως στέρεες βάσεις στην Μαρίζα Τσίγκα που με τη σειρά της πραγματοποιεί μια δικής της «μετάφραση» στην κατηγορία της κίνησης και δίνει το στίγμα της στην παράσταση. Υπάρχει έξοχη αξιοποίηση του χώρου και μέσα από την «ρομποτοποίηση» των κινήσεων γίνεται πιο βατή η εξωτερίκευση των ψυχρών λογιστικών μη-συναισθημάτων των χαρακτήρων.
Οι τέσσερις ερμηνείες (Αιμιλία Βασιλακάκη, Μάνος Κανναβός, Ντέπυ Πάγκα, Βάσια Πασπάλη) κυμαίνονται όλες σε πολύ υψηλά επίπεδα, με απόλυτη (δυσαρμονική) αρμονία στις κινήσεις τους, άψογη άρθρωση και τοποθέτηση φωνής και ξέροντας με ποιον τρόπο να μη μείνουν αποστασιοποιημένοι από το κοινό, αλλά «κλείνοντάς» του το μάτι να το βάλουν και αυτό στο παιχνίδι. Το σωματικό θέατρο έχει γίνει της μόδας και ίσως η μαζική επικράτησή του έχει κάπου κουράσει, εδώ πάντως η χρήση του είναι ζωτικής σημασίας και όχι μια περιττή άψυχη φόρμα.
Κάποια στιγμή μέσα στην παράσταση ακούγεται η φράση «Φίλα με. Κάποιος να χώσει τη γλώσσα του μέσα μου.» και μπορεί εκτός πλαισίου να σας φαίνεται κάπως περίεργη, είναι όμως η πιο συναισθηματικά φορτισμένη στιγμή της και ο μίτος για να την ξετυλίξετε. Άνθρωποι μόνοι αναζητούν στο κυνήγι της διασημότητας και της «καλής ζωής» ένα υποκατάστατο της μοναξιάς τους και για αυτό θα είναι πάντοτε κατεστραμμένοι. «Η ζωή είναι ατελείωτη» είναι η τελευταία φράση που θα ακούσεις πριν το χειροκρότημα, αρκετή ώστε να πάρεις λίγο χρόνο και να βυθιστείς στις σκέψεις σου.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]