«Λίλιομ»: κριτική θεάτρου
Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Λίλιομ» του Φέρεντς Μόλναρ που παρουσιάζεται στο θέατρο Πόρτα σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου.
Το «Λίλιομ» του Φέρεντς Μόλναρ είναι εκ των σημαντικότερων θεατρικών έργων του 20ού αιώνα, όντας ένα από τα πιο δημοφιλή και πολυπαιγμένα του πρώτου του μισού. Ίσως πολλοί να μην το ξέρουν, αλλά αποτέλεσε τη βάση για το μιούζικαλ «Carousel» και για την αντίστοιχη κινηματογραφική μεταφορά του το 1956. Είναι ένα έργο πολύ δυνατό χωρίς ποτέ να το αισθάνεσαι βαρύ, ικανό να σε συνεπάρει όσο ελάχιστα, ο λόγος όμως που δεν είναι τόσο γνωστό σήμερα σχετίζεται με το βαθμό δυσκολίας του στη μεταφορά επί σκηνής. Όταν πετύχει πρόκειται για ένα χειμαρρώδη κοινωνό συναισθημάτων, οι προϋποθέσεις όμως για να συμβεί αυτό είναι ιδιαίτερα δύστροπες. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος πήρε το ρίσκο και μας παρουσιάζει την εκδοχή του στο θέατρο Πόρτα.
Το κείμενο του Μόλναρ ακροβατεί ανάμεσα στο παραμυθένιο και το γκροτέσκο, το φως και το σκοτάδι, την κυριολεξία και τη μεταφορά και όλα αυτά τα αντίρροπα ζεύγη εκφράζονται μέσω του ίδιου του Λίλιομ. Αν τον κρίναμε με βάση τα γνωρίσματα του χαρακτήρα του που αφήνει να βγουν προς τα έξω, προσιδιάζει αυτόν που αποκαλούμε «μάγκα». Αρκετά λαϊκός τύπος, εργάζεται ως κράχτης στο καρουζέλ ενός λούνα παρκ, φλερτάροντας ταυτόχρονα με όποιες κοπέλες επιβιβάζονται σε αυτό. Ερωτεύεται (;) την Τζούλι, μια γυναίκα που εργάζεται ως υπηρέτρια και καταλήγει μαζί της, το μόνο που κάνει ωστόσο είναι να τη χτυπάει και να φεύγει από το σπίτι συμμετέχοντας σε παράνομες δραστηριότητες. Γιατί είναι τόσο «υπερήφανος» που προτιμά να κλέψει από το να βγάλει τίμια το ψωμί του δουλεύοντας. Και αυτό θα του στοιχίσει την ίδια του τη ζωή. Παρόλα αυτά, εμείς διακρίνουμε μέσα από λεπτομέρειες ότι έχει και μια άλλη πιο ευαίσθητη και ρομαντική πλευρά, στην οποία όμως δεν επιτρέπει να βρει το δρόμο προς τα έξω. Άλλωστε τη λύση δίνει η ίδια η ουγγική γλώσσα, αφού «Λίλιομ» σημαίνει ταυτόχρονα κρίνο και «μούτρο».
Όταν μπαίνεις στην αίθουσα του Πόρτα, παίζει ήδη μουσική καρουζέλ και ο Γιώργος Χρυσοστόμου-Λίλιομ είναι σε σκηνή περικυκλωμένος από όλους τους ηθοποιούς της παράστασης που φοράνε μάσκες αλόγων. Είναι μια παράδοξη εικόνα που θα έπρεπε να είναι εφιαλτική, εντούτοις καταλήγει ονειρική και δίνει το στίγμα όλης της παράστασης. Ό,τι παρακολουθείς στη συνέχεια είναι μεν αρκετά σαφές και απλοϊκό ώστε να κατανοήσεις τι συμβαίνει, την ίδια στιγμή όμως εκτινάσσονται προς πάσα κατεύθυνση ιδέες και συναισθήματα. Υπάρχουν περάσματα από παιδικό θέατρο μέχρι τις πιο σκοτεινές πτυχές του Lynch-ικού σύμπαντος και αυτό το καρουζέλ εν είδει χωνευτηρίου επιρροών σε στροβιλίζει και εσύ έχεις να κάνεις ένα μόνο πράγμα: να αφεθείς από κάθε απόπειρα εκλογίκευσης.
Αν πρέπει να είμαστε απόλυτα τυπικοί, η παράσταση έχει κάποια θεματάκια. Το πρώτο μέρος ξεκινά ατμοσφαιρικά και σε κερδίζει, στη συνέχεια πάντως χαλαρώνει λίγο και θα μπορούσε να είναι πιο σφιχτό. Η ιδιομορφία της σκηνής του Πόρτα δε βοηθάει πάντοτε και όταν παρουσιάζεται ολόκληρη στο κοινό έως το βάθος σου αποσπά την προσοχή από ό,τι συμβαίνει μπροστά. Στο δεύτερο μέρος αυτή η ιδιαιτερότητα χρησιμοποιείται άψογα με τους φωτισμούς στη σκηνή του παράδεισου να μαγεύουν. Όσον αφορά το υλικό, είναι τέτοιο που δεν μπορείς ούτε να κάνεις μια καθόλα κυριολεκτική απόδοση, ούτε να γίνεις ακραία αφαιρετικός, απλώς κάποια σημεία είναι αρκετά «χύμα». Βέβαια, έτσι κερδίζει σε αμεσότητα και σε ψυχή, κάτι που μόνο αμελητέο δεν είναι. Δεν παρακολουθείς να συμβαίνει κάτι μπροστά στα μάτια σου. Επενδύεις συναισθήματα σε αυτό.
Ακρογωνιαίος λίθος της λειτουργίας του όλου οικοδομήματος είναι ο Γιώργος Χρυσοστόμου στο ρόλο του Λίλιομ. Δε θα μπορούσε κάποιος άλλος να φωτίσει τόσο καθαρά κάθε πτυχή του χαρακτήρα του και το ταίριασμα είναι τέτοιο που δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις το ρόλο από την ερμηνεία. Η Άννα Καλαϊτζίδου είναι καταλύτης στο να φορτίσει το κοινό και διαχερίζεται με λεπτότητα έναν απαιτητικό ρόλο με την τελευταία κουβέντα του έργου να της ανήκει επάξια, ενώ η Φιλαρέτη Κομνηνού προσθέτει αίγλη και κύρος στην παράσταση. Ο Σωκράτης Πατσίκας βοηθάει ερμηνεύοντας δύο από τους πιο σημαντικούς ρόλους, η Κίττυ Παϊταζόγλου είναι μια μικρή αποκάλυψη όταν βγάζει τη μάσκα και αποδεικνύει ότι κατέχει και την κωμωδία και ολος ο θίασος στο σύνολό του αποδίδει άψογα, ανταποκρινόμενος στο πνεύμα του Μόλναρ. Τέλος, θα ήταν λάθος να μην αναφερθούμε στη βελούδινη μουσική επένδυση του Κορνήλιου Σελαμσή. Σήμερα στο θέατρο πολλές παραστάσεις κάνουν χρήση μουσικής, συνήθως όμως καταλήγει κατάχρηση για να αναδειχτεί το όνομα του συνθέτη. Εδώ οι μουσικές δένουν με την παράσταση και εντείνουν το ονειρικό στοιχείο. Πέρα από το ότι είναι και από μόνες τους πανέμορφες δηλαδή.
Πολλοί είναι αυτοί που διατείνονται πως θέλουν να φτιάξουν θέατρο βγαλμένο από όνειρα, ο Θωμάς Μοσχόπουλος πάντως το πέτυχε. Ο «Λίλιομ» του είναι όσο ακατέργαστος χρειάζεται για να μιλήσει κατευθείαν στην ψυχή σου και στο δεύτερο μέρος παρακολουείς σαν υπνωτισμένος. Ακόμη και αν σου δημιουργήσει ανάμεικτα συναισθήματα, θα παρατηρήσεις ότι τις επόμενες μέρες κάποιες εικόνες από την παράσταση θα συνεχίσουν να επανέρχονται στο κεφάλι σου. Ο Λίλιομ πέρασε στο Καθαρτήριο 16 χρόνια, αλλά για εμάς οι δύο ώρες που διαρκεί η παράσταση ήταν αρκετές.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]