«Ήρθες και θα μείνεις»: κριτική θεάτρου
Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Ήρθες και θα μείνεις» των Ρενέ Τέιλορ και Τζόζεφ Μπολόνια που παρουσιάζεται στο θέατρο Ιλίσια σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Βαλτινού.
Η αλήθεια είναι πως αν κάποτε οι κομεντί του Broadway έμοιαζαν εκτός πραγματικότητας, σήμερα φαίνονται εντελώς εκτός τόπου και χρόνου. Ίσως για αυτό όμως το κοινό να διψά περισσότερο για έναν έρωτα έξω από τα στεγανά της καθημερινότητάς του και έτσι σπάνια θα δεις τέτοιες παραγωγές να μην παίζονται σε γεμάτες αίθουσες. Μέσα σε αυτή την κατηγορία ανήκει και το «Ήρθες και θα μείνεις» των Ρενέ Τέιλορ και Τζόζεφ Μπολόνια («It had to be you» ο πρωτότυπος τίτλος) που ανέβηκε πώτη φορά το 1981 στη σκηνή του Broadway και όπως τόσα άλλα έργα τους στηρίζεται πάνω στην αληθινή ιστορία του έρωτά τους. Στην ελληνική εκδοχή που παρουσιάζεται αυτό τον καιρό στο θέατρο Ιλίσια τους πρωταγωνιστικούς ρόλους αναλαμβάνουν οι Γρηγόρης Βαλτινός και Ζέτα Μακρυπούλια, αν και μάλλον αυτό θα αρκούσε για να γεμίσει αίθουσες οποιασδήποτε παράστασης.
Η αρχή του έργου γίνεται με την Ζέτα Μακρυπούλια να ανεβαίνει στη σκηνή χωρίς να έχουν παρουσιαστεί ακόμη τα σκηνικά και να απευθύνεται στο κοινό ως η άνεργη ηθοποιός Λώρα Μπλάου, η οποία προσπαθεί να επιβιώσει στο χώρο του θεάματος με κάθε κόστος ενώ την ίδια στιγμή γράφει το δικό της θεατρικό έργο. Είναι παραμονή Χριστουγέννων και γνωρίζει τον σκηνοθέτη και παραγωγό Βίτο Πινιόλι. Τον προσκαλεί σπίτι της έχοντας βάλει στόχο να τον αποπλανήσει και αν αυτό δεν είναι τόσο δύσκολο, ο γολγοθάς αποδεικνύεται το… μετά. Τον κρατά έτσι αιχμάλωτο μέχρι να πάρει αυτό που θέλει.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα σημεία στο κείμενο των Τέιλορ και Μπολόνια ώστε να μαρτυρούν ότι τοποθετείται στην Νέα Υόρκη των early 80s, παρόλα αυτά υπάρχουν σημεία που μαρτυρούν την εποχή. Πρώτο και καλύτερο το χιούμορ που σε γενικές γραμμές είναι αρκετά ντεμοντέ και δε βρίσκει πάντα στόχο. Ακόμη και στον τρόπο που αντιμετωπίζονται κάποιες απειλές χειροδικίας του Βίτο προς την Λώρα καταλαβαίνεις ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια άλλη εποχή. Ίσως για αυτό το λόγο αρκετά πράγματα στο σενάριο να μην εξηγούνται με βάση τη λογική, όπως κάποιες ξαφνικές αλλαγές στα κίνητρα των χαρακτήρων. Ο Βίτο δηλώνει χορτασμένος ερωτικά ωστόσο πέφτει εύκολα στα δίχτυα της Λώρα, την οποία στη συνέχεια υποβιβάζει με κάθε τρόπο για να έρθει ένα τηλεφώνημα στο γιο του και να τη δει ξαφνικά ως έρωτα της ζωής του. Χονδρικά, δεν περιμένουμε ρεαλισμό από μια κομεντί, εδώ όμως κάποια πράγματα ίσως βρίσκονται περισσότερο στη σφαίρα του παραμυθιού απ’ ό,τι συνήθως στο είδος.
Ας έρθουμε όμως και στα θετικά. Όταν ανέβηκε το έργο στο Broadway οι κριτικοί δεν υποδέχθηκαν με τα καλύτερα λόγια τις ερμηνείες των Τέιλορ και Μπολόνια. Αυτό το πρόβλημα δεν αφορά πάντως την εκδοχή που παρουσιάζεται στο θέατρο Ιλίσια, αφού το πωταγωνιστικό δίδυμο είναι το μεγάλο ατού της παράστασης. Ο Βαλτινός δεν κατέχει τόσο την κωμωδία που βασίζεται στις κινήσεις, αποδίδει όμως σωστά τις ατάκες του και βγάζει κάποιες από τις καλύτερες στιγμές γέλιου. Έπειτα, η σκηνή που μιλά με το γιο του στο τηλέφωνο λίγο πριν το φινάλε είναι λίγο «άγαρμπη» στον τρόπο που προσπαθεί να υποκινήσει συναισθήματα, τη διαχειρίζεται όμως με σεβασμό και λεπτότητα και βγαίνει αλώβητος. Και από εκεί και πέρα υπάρχει η Ζέτα Μακρυπούλια, η οποία ίσως και να είναι ο λόγος να παρακολουθήσεις την παράσταση. Κατά καιρούς έχει κατηγορηθεί για τις υποκριτικές της δυνατότητες, ωστόσο εδώ είναι εξαιρετική για τις απαιτήσεις του ρόλου της. Δε χρειάζεται να καταθέσει τόσο βάθος ερμηνείας όσο λάμψη, ζωντάνια, ενέργεια και χάρη και διαθέτει όλα αυτά τα στοιχεία στο μέγιστο. Ο χαρακτήρας της κινείται στα όρια του πιστευτού και ενίοτε τα ξεπερνά, η ίδια όμως ποτέ δεν καταφεύγει στη γελοιότητα και κρατά ένα επίπεδο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι περισσότερο αυτή βοηθά τον Βαλτινό να ανέβει στην κωμωδία παρά το αντίθετο. Τα σκηνικά μέσα στην απλότητά τους είναι ωραία, με το φόντο να μας ταξιδεύει στην Νέα Υόρκη.
Η παράσταση έχει βρει το κοινό της, όσοι έχουν σκοπό να πάνε θα το κάνουν και όσοι δεν ενδιαφέρονται θα βρουν κάποια άλλη πρόταση. Δεν πρόκειται για μια παράσταση-σταθμό και σαν κομεντί έχει απωλέσει τη λάμψη της, από την άλλη βέβαια δυσκολευόμαστε να δούμε πώς γίνεται να μην περάσετε καλά με το πρωταγωνιστικό ζεύγος. Ο κόσμος που ψάχνει κάτι παλιομοδίτικα ρομαντικό με την αγάπη να υπερνικά τα πάντα στο τέλος έχει βρει την επιτυχία της σεζόν.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]