Είδαμε τον «Άμλετ» στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών
Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Άμλετ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ που παρουσιάζεται στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά.
Ο «Άμλετ» είναι από τα κλασικότερα κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και από εκείνα που εισάγουν τον κόσμο σε αυτή. Ακόμη και κάποιος που δεν έχει διαβάσει το κείμενο του Σαίξπηρ δύσκολα δε θα γνωρίζει την υπόθεση του έργου, αφού έχει επηρεάσει γενιές και γενιές δημιουργών. Ακριβώς όμως εξαιτίας της κλασικής του φύσης, δυσκολευόμαστε να φανταστούμε μια εκδοχή που παρεκκλίνει από αυτά που έχουμε μάθει. Από την άλλη , δεν έχουμε ενδιαφέρον να δούμε ξανά τις ίδιες εξίσου κλασικές αποδόσεις και κάπως έτσι ο «Άμλετ» εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία των έργων που από μια ηλικία και έπειτα απλά τα τοποθετούμε στη σφαίρα του συλλογικού σεβασμού, αναζητώντας νέες πιο σύγχρονες τάσεις της εποχής μας. Αν όμως έχουμε απομακρυνθεί εμείς από τον Άμλετ, τότε γιατί να μη φέρουμε τον Άμλετ στα μέτρα μας;
Ένα από τα πιο αναμενόμενα θεατρικά γεγονότα της σεζόν είναι ο «Άμλετ» του Γιάννη Χουβαρδά στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, κάτι που επιβεβαιώθηκε στην πρώτη εβδομάδα παραστάσεων. Η ζήτηση των εισιτηρίων μεγάλη και τα sold out συνεχή. Και όσο για τις απόψεις, διίστανται ανάμεσα στα δύο άκρα. Ακριβώς οι προϋποθέσεις δηλαδή για να χαρακτηριστεί κάτι τουλάχιστον «ενδιαφέρον».
Η υπόθεση γνωστή. Ο βασιλιάς Άμλετ πεθαίνει και η γυναίκα του, Γερτρούδη, παντρεύεται τον αδερφό του, Κλαύδιο, ο οποίος και στέφεται νέος βασιλιάς. Το φάντασμα του νεκρού βασιλιά διψώντας ωστόσο για δικαιοσύνη εμφανίζεται στον γιο του, πρίγκιπα Άμλετ, και ζητά εκδίκηση για τον φόνο του που προήλθε από τα δόλια σχέδια αυτών που κάθονται στο θρόνο. Για να το πραγματοποιήσει όμως αυτό θα πρέπει να αλλάξει και ο ίδιος και να απαρνηθεί τον έρωτά του για την Οφηλία οδηγώντας έτσι τον εαυτό του και τους άλλους σε μια σειρά τραγικών γεγονότων.
Δεν είναι μονάχα το βασίλειο της Δανιμαρκίας σάπιο, αλλά κάθε βασίλειο και εν γένει κάθε κοινωνία στον κόσμο πέρα από χωροχρονικά πλαίσια. Το κείμενο του Σαίξπηρ δεν περιορίζεται στην εποχή του και τυγχάνει μιας απολαυστικής μετάφρασης από τον Διονύση Καψάλη που διατηρεί την ουσία και σε κρατά σε εγρήγορση δίχως να σου δίνει μασημένη τροφή. Πάνω σε αυτή, ο Χουβαρδάς πραγματοποιεί μια μοντέρνα ανάγνωση απαλλαγμένη από οποιαδήποτε πρόθεση να τοποθετηθεί κάπου χρονικά το έργο. Πρόκειται για ένα άλλο «Dogville» που συμπυκνώνει τα νοήματά του σε έναν περιορισμένο και εύπλαστο μα πλήρως ελεγχόμενο χώρο και έτσι αναδεικνύει τη διαχρονικότητά τους.
Η μεγάλη σκηνή της Στέγης αξιοποιείται στο έπακρο σε κάθε της διάσταση. Το μόνιμο σκοτάδι στο βάθος της δημιουργεί μια ερεβώδη ατμόσφαιρα και όλη η δράση τοποθετείται μέσα σε ένα σπιτάκι που αλλάζει ανά περίσταση και από παλάτι σταδιακά αποδομείται για να καταλήξει νεκροταφείο. Ή μήπως απλά αποκαλύπτει το αληθινό του πρόσωπο; Λίγο πιο δίπλα βρίσκεται ένας τηλεφωνικός θάλαμος που στέκεται εκεί σαν τον μαύρο μονόλιθο του Κιούμπρικ για να φέρνει μονίμως δυσάρεστα μαντάτα και να αλλάζει τους ανθρώπους. Η μουσική επένδυση του Δημοσθένη Γρίβα είναι ίσως η καλύτερη που έχουμε πετύχει τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό θέατρο και υπογραμμίζει τα πάντα με ανατριχιαστική λεπτομέρεια μέσα από υποδόριες συνθέσεις που προσδίδουν μια μεταφυσική ομορφιά στην παράσταση. Θα ήταν αδύνατο να φανταστούμε αυτό τον «Άμλετ» δίχως αυτές τις αόρατες εκρήξεις από νότες.
Η σκηνοθεσία του Χουβαρδά χαρακτηρίζεται από την άψογη αισθητική της και την επιμονή στη λεπτομέρεια. Υπάρχουν κάποιες στιγμές όπως η παράσταση των θεατρίνων μπροστά στον Κλαύδιο και την Γερτρούδη ή οι τελευταίες στιγμές της Οφηλίας που πραγματικά θαμπώνεσαι από το πόσο όμορφα «φωτογραφημένο» είναι αυτό που παρακολουθείς μπροστά στα μάτια σου. Και ακόμη και αν εκείνη τη στιγμή κοιτάξεις σε κάποιο άλλο μέρος της σκηνής μακριά από την κύρια θεατρική πράξη, θα δεις πάντα κάποιον ηθοποιό να αντιδρά και ο ίδιος μπροστά σε ό,τι συμβαίνει ώστε να μην υπάρχει σπιθαμή της σκηνής που να μη θες να απαθανατίσεις με το βλέμμα σου.
Ο Χρήστος Λούλης είναι απίθανος ως Άμλετ και αποτυπώνει ανάγλυφα τις διακυμάνσεις του χαρακτήρα του και το δρόμο που διανύει. Από την αρχή που εμφανίζεται ως μαυροφορεμένη επιβλητική φιγούρα μπροστά στη σκηνή μέχρι το μεγάλο τραγικό φινάλε, είναι ένας ήρωας του Σαίξπηρ όχι κατ’ επίφαση αλλά στην ψυχή. Αλαβάστρινη η Αμαλία Μουτούση ως Γερτρούδη, γεμίζει τη σκηνή με την κλάση της ως ηθοποιός. Ο Γιώργος Γάλλος είναι τρομακτικός με κάθε σημασία της λέξης ως Κλαύδιος και φάντασμα στην έξυπνη αυτή διττή κατανομή ρόλου και αποδεικνύεται απόλυτα ταιριαστός και για τους δύο. Ο Νίκος Χατζόπουλος ανατριχιαστικά εύστοχος ως Πολώνιος, ενώ η Άλκηστις Πουλοπούλου είναι από τις καλύτερες Οφηλίες που έχουμε δει. Δένει άψογα σε επίπεδο εμφάνισης και κίνησης με αυτή την παράσταση και η ερμηνεία της στο δεύτερο μέρος προκαλεί ρίγη. Ο Θάνος Τοκάκης ως Λαέρτης δείχνει ότι έχει εξελιχθεί τόσο ως ηθοποιός που μπορεί να κλέψει την παράσταση ακόμη και σε δεύτερο ρόλο, ο Κώστας Βασαρδάνης είναι ένας εξαιρετικός Οράτιος και οι Νικόλας Παπαγιάννης, Γιώργος Γλάστρας και Γιώργος Τζαβάρας είναι «πολυεργαλεία» που λειτουργούν σε υψηλό επίπεδο σε πολλούς ρόλους. Ειδικά η ερμηνεία του Γλάστρα στο κομμάτι της παράστασης των θεατρίνων κατατάσσεται στα highlights.
Στοίχημα αποτελεί η παρουσία των Ρόζενκραντζ και Γκίλντεστερν, στους ρόλους των οποίων συναντάμε δύο από τους εξέχοντες ηθοποιούς της νέας γενιάς, τον Χάρη Φραγκούλη και τον Ορφέα Αυγουστίδη. Είναι σίγουρα μια κωμική νότα σύγχρονων καταβολών, ταυτόχρονα όμως υπάρχει και μια απόκοσμη τραγικότητα στο συγχρονισμό τους και τη μουσική σύνθεση που προοιωνίζει τον ερχομό τους στη σκηνή. Είναι ένα κερδισμένο στοίχημα.
Ο «Άμλετ» του Χουβαρδά είναι φτιαγμένος για να διχάσει. Και αυτό όχι επειδή έχει σκοπό να προκαλέσει, μα διότι παίρνει μεγάλες πρωτοβουλίες για να χτίσει κάτι ρηξικέλευθο. Ανταλλάσσει το συναίσθημα με την ατμόσφαιρα, αυτή με τη σειρά της είναι όμως τόσο πνιγηρή που νιώθεις τα πάντα να ασφυκτιούν και να πεθαίνουν μέσα της. Όσο οι δολιοφθορές κατακτούν την εξουσία, όσο οι αμαρτίες των προηγούμενων γενιών θα παιδεύουν τις νεότερες και όσο οι άνθρωποι καλούνται να χάσουν την αγνότητά τους για να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις συνθήκες, ο «Άμλετ» θα παραμένει τρομερά επίκαιρος. Και όσο το θέατρο θα αντλεί από την αστείρευτη πηγή των κλασικών για να μιλήσει δίχως φόβους για τα κακώς κείμενα των καιρών του, τόσο θα γεννιούνται έργα τέχνης όπως αυτός εδώ ο «Άμλετ».
Γιάννης Μόσχος
[email protected]