Είδαμε τη νέα παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου στο Θέατρο Τέχνης
Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για τη νέα παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου με τον ευφάνταστο τίτλο «Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις.» που παρουσιάζεται στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν (Φρυνίχου).
Η Λένα Κιτσοπούλου είναι πλέον καταδικασμένη να διχάζει το θεατρόφιλο κοινό και με τη νέα της παράσταση φαίνεται πως αποδέχεται αυτή την πραγματικότητα και την εγκολπώνεται. Από την έκταση του τίτλου και μόνο καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για ένα πείραμα που δοκιμάζει τις δομές και τα όρια του σύγχρονου θεάτρου: «Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις.» Το Θέατρο Τέχνης υπό την καλλιτεχνική επίβλεψη της Μαριάννας Κάλμπαρη εισήλθε στο δεύτερο κύκλο μιας σεζόν που στοχεύει να χαρτογραφήσει καινούριες τάσεις και η carte blanche στην Κιτσοπούλου επισφραγίζει αυτή την κατεύθυνση.
Οι θεματικοί άξονες της Κιτσοπούλου είναι γνωστοί και αυτή τη φορά είναι πιο προφανείς από ποτέ. Η ματαιότητα του μικροαστισμού μπαίνει στο χειρουργείο και το αποτέλεσμα μοιάζει μάλλον με σπλάτερ. Η παράσταση έχει σφυρηλατηθεί από την καθημερινότητα στην πιο πρωτόλεια μορφή της, δοσμένη χωρίς καμία παρεμβολή. Παρακολουθούμε την κουβέντα δύο φίλων μέσα σε ένα οικείο σαλόνι με μινιμαλιστική διακόσμηση και όλο αυτό μοιάζει τόσο σύνηθες που σου δημιουργείται η διάθεση να παρέμβεις. Κάπου συμφωνείς, κάπου διαφωνείς, ωστόσο αν και τα θέματα της συζήτησης είναι φαινομενικά εντελώς ανούσια, είναι τόσο εύκολο να παθιαστείς με αυτά. Όλα κυλούν φυσιολογικά, μέχρι που μέσα στις κουβέντες παρεμβάλλονται κάποιες μικρές στιγμές σουρεαλιστικής υστερίας. Αυτές οι κρίσεις εντείνονται στη συνέχεια για να οδηγήσουν σε μια έκρηξη που αποφορτίζει την ένταση με έναν τρόπο που αν και ενστικτωδώς είναι προφανώς κωμικός, παραμένει βαθύτατα σκληρός και τραγικός. Κάπως έτσι δεν είναι όμως και η καθημερινότητά μας;
Το νέο έργο της Κιτσοπούλου είναι ένα μη-έργο, φέρνοντας στα όρια τη φόρμα του μέσου για να σπάσει σταδιακά τους τοίχους με το κοινό και να του απευθυνθεί κατά πρόσωπο. Η ίδια η Λένα Κιτσοπούλου πρωταγωνιστεί μαζί με τον Γιάννη Κότσιφα, δοκιμάζοντας μια εξίσου μοντέρνα τεχνική μη-ερμηνείας. Στην ουσία βρίσκεται με ένα φίλο και συζητάνε και έχεις την εντύπωση πως αν έρθεις μια άλλη μέρα στην παράσταση θα τους ακούσεις να συζητούν τελείως διαφορετικά θέματα.
Για την επίτευξη αυτής της αίσθησης χρησιμοποιείται ένα είδος κωμωδίας που βρίσκεται πολύ κοντά στο να μεταβεί στη σφαίρα της εύκολης τηλεοπτικού επιπέδου κωμωδίας, το αποφεύγει πάντως για τον απλούστατο λόγο ότι η Κιτσοπούλου παραμένει επιμελώς αποστασιοποιημένη από αυτή την πραγματικότητα, όντας αυθεντική και με μια σφραγίδα αναγνωρίσιμη όσο λίγες στη σύγχρονη θεατρική πραγματικότητά μας. Πρόκειται για ένα έργο που στη διαφάνειά του μιλάει για το απόλυτο τίποτα και όμως παραμένει τόσο εθιστικό.
Είναι αναζωογονητικό για την Κιτσοπούλου να έχει την ευκαιρία να ετοιμάσει κάτι τόσο ενδοσκοπικό τη στιγμή της μεγαλύτερης δημοφιλίας της. Διότι μικραίνοντας την κλίμακα, αναζητά έννοιες που ξεπερνούν κατά πολύ τα κουφώματα ασφαλείας στα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας και εξερευνούν τη ματαιότητα της ζωής μας με απόλυτα μηδενιστικές τάσεις. Όπως όλα τα κείμενα της Κιτσοπούλου, είναι πολιτικό χωρίς να είναι ακριβώς πολιτικό.
Η μικροαστική ηθική υπήρξε το μηχανοστάσιο της Ελλάδας που εκτροχιάστηκε και από αυτή την έννοια βάζοντάς τη στο ντιβάνι μπορείς να καταλάβεις πολλά πράγματα για την εποχή μας. Την ίδια στιγμή όμως, εστιάζεται μια ακόμη πτυχή που έρχεται μαζί με τη «μικροαστικοποίηση» της καθημερινότητας, την ισοπέδωση κάθε μορφής φαντασίας. Μιλάμε για θέματα που δε θεωρούμε καθόλου σημαντικά για να καλύψουμε τη συντριπτική κενότητα που βρίσκεται στο επίκεντρο της ύπαρξής μας. Ο φόβος να μείνουμε μόνοι ή να αντικρύσουμε κατάματα τα πράγματα που θέλουμε από τη ζωή μας είναι τόσο μεγάλος που συμβιβαζόμαστε με ανούσιες υλικές συνήθειες. Και μέσα σε όλα αυτά, η ζωή που θέλουμε βρίσκει τρόπο να αντικρύσει τον κόσμο μας και εκεί έρχονται ο πόνος και οι κρίσεις αμόκ. Πρωτίστως και πάνω απ’ όλα αυτή είναι μια παράσταση υπαρξιακή.
Στο τέλος η Λένα Κιτσοπούλου ανοίγει διάλογο με το κοινό, σε ένα παραλήρημα απολαυστικό μέσα στην άβολη φύση του. Η αλήθεια είναι πως ίσως αυτό να είναι περιττό αφού απλοποιεί τα νοήματα της παράστασης σε σημείο που δε χρειαζόταν, αλλά με αυτό τον τρόπο καταπιάνεται και με την ίδια της την τέχνη και την αντιμετώπισή της και σε ένα γενικότερο πλαίσιο με την εμμονή να αναζητάς μεγάλα νοήματα στο κάθε τι. Υπό αυτή την έννοια, μήπως και αυτή εδώ η κριτική δεν είναι ένα ακόμη λιθαράκι στη ματαιότητα;
Όσοι λατρεύουν την Κιτσοπούλου θα βρουν πολλά πράγματα να πιαστούν και να διασκεδάσουν τη διαδρομή, όσοι θεωρούν πως έχει κουράσει θα βρουν επίσης νέους λόγους να στηρίξουν τα επιχειρήματά τους, το βέβαιο πάντως είναι ότι όλοι θα φύγουν με ένα εποικοδομητικό βάρος που προκύπτει μέσα από την αβάσταχτη ελαφρότητα. Ο στόχος δεν ήταν ποτέ να φύγεις χαρούμενος και όταν αισθανθείς ασφαλής πιστεύοντας κάτι τέτοιο, τότε η προσγείωση στην πραγματικότητα γίνεται μόνο με γδούπο. Ή στην περίπτωσή μας με μια κραυγή.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]