«Αρτώ/Βαν Γκογκ, aven un pistolet»: κριτική θεάτρου
Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Αρτώ/Βαν Γκογκ, aven un pistolet» που παρουσιάζεται κάθε Σάββατο και Κυριακή στο θέατρο Σημείο σε σκηνοθεσία Ιόλης Ανδρεάδη και ερμηνεία Ιωάννη Παπαζήση.
Το πρόσημο για τη φετινή θεατρική σεζόν είναι μέχρι στιγμής θετικό. Οι τάσεις που κυριαρχούν ικανοποιούν όλα τα γούστα, μα ειδικά αν κάποιος παρακολουθεί από κοντά τα πιο μοντέρνα παρακλάδια οι επιλογές που έχει μπροστά του είναι πολλές και λίγο δύσκολα μπορεί να τις προλάβει όλες. Το ζητούμενο είναι λοιπόν να ξεχωρίσεις αυτές που θεωρείς πως αξίζουν, αφού λόγω της πειραματικής φύσης της συγκεκριμένης κατεύθυνσης το ρίσκο είναι μεγάλο και συνήθως τα συναισθήματα κυμαίνονται ανάμεσα στα δύο άκρα. Το «Αρτώ/Βαν Γκογκ, aven un pistolet» που παρουσιάζεται στο θέατρο Σημείο είναι λοιπόν μια παράσταση που δεν έχει συζητηθεί ιδιαίτερα, όσοι όμως την έχουν παρακολουθήσει μιλάνε με τα καλύτερα λόγιαν για αυτή.
Είναι εύκολο να αντιληφθείς τους λόγους που η παράσταση δεν είναι ακριβώς εμπορική. Πρόκειται για ένα μονόλογο που από τον τίτλο του και τη σύνοψη φαίνεται να στηρίζεται πάνω στο ρητό «η τέχνη για την τέχνη», το οποίο δε διανύει και τις καλύτερες μέρες του. Πιο συγκεκριμένα, το έργο αποτελείται από μια φανταστική διάλεξη του Αντονέν Αρτώ που βασίζεται στο δοκίμιο του, «Βαν Γκογκ: ο αυτόχειρας της κοινωνίας», που δημοσιεύτηκε το 1947, ένα χρόνο πριν τον θάνατο του συγγραφέα.
Βρισκόμαστε στο Παρίσι του 1947 όπου ο Pierre Loeb, ιδιοκτήτης της γκαλερί που ετοίμαζε αναδρομική έκθεση στον Βαν Γκογκ, προτείνει στο Αρτώ (ο οποίος μόλις έχει ολοκληρώσει τον 9ετή εγκλεισμό του σε ψυχιατρικά ιδρύματα, με περισσότερα από 150 ηλεκτροσόκ) να γράψει μια ανάλυση για τον ζωγράφο, η οποία θα χρησιμοποιείτο ως «οδηγός» για την έκθεση. Ο Αρτώ βρίσκει όμως την ευκαιρία μέσα από αυτή τη διαδικασία να τιμήσει τη μνήμη του Βαν Γκογκ με ένα διαφορετικό τρόπο, αναμοχλεύοντας τα κίνητρα της αυτοκτονίας του με σκοπό να καταδείξει πως κάποιοι τον εξώθησαν σε αυτή.
Μπορεί αυτή η διάλεξη να μην πραγματοποιήθηκε ποτέ και να πρόκειται περί προϊόντος μυθοπλασίας, όμως ο Αρτώ έδινε στην πραγματικότητα διαλέξεις, οι οποίες έχουν μείνει στην ιστορία. Μάλιστα έφερε μαζί του 406 τετράδια ώστε να μη χάνει τις σημειώσεις του και πανικοβαλλόταν όταν δεν τις έβρισκε, αναπτύσσοντας επιθετική συμπεριφορά προς το κοινό. Και παρά την ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του (ή ίσως ακριβώς για αυτή), είχε στο ακροατήριό του όλη την καλή κοινωνία του Παρισιού.
Μπαίνοντας στο χώρο του θεάτρου θα αντικρύσετε τον Ιωάννη Παπαζήση με ένα παγωτό, το οποίο δινόταν στους ασθενείς μετά από το ηλεκτροσόκ για να επανέλθουν γρήγορα τα νεύρα του προσώπου τους αλλά και ως επιβράβευση για να τους φτιάξει η διάθεση. Είναι μια γλυκιά στιγμή μέσα σε μια αέναη επαναλαμβανόμενη βαρβαρότητα, όπως και η ίδια η ύπαρξη του Αρτώ μέσα στην κοινωνία που έζησε. Ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα με διεισδυτική ματιά και με μια μοναδική διαύγεια σκέψης μέσα στις κρίσεις του και ο Παπαζήσης καταφέρνει να μπει στην ψυχοσύνθεσή του εξερευνώντας σε βάθος τις αντιφάσεις και το πάθος του με όσα καταπιανόταν. Και μπορεί ο Παπαζήσης να έγινε γνωστός μέσα από mainstream εμπορικές παραγωγές που δεν απευθύνονται στο κοινό που ψάχνει η παράσταση, είναι όμως αποκάλυψη σε μια ερμηνεία γεμάτη νεύρο. Είναι ολόσωστος σε επίπεδο κίνησης, εκφράσεων και τόνου και σε κάνει να νιώθεις πραγματικό ακροατήριο που έρχεται αντιμέτωπο με την ενοχή του.
Η εμπύρετη και παραληρηματική διαδικασία της εύρεσης της αλήθειας συντελείται μπροστά στα μάτια σου σαν ένα παζλ με άγνωστο αποτέλεσμα που το ανακαλύπτεις στην πορεία. Στην ανάδειξη της ερμηνείας έχει βοηθήσει τα μέγιστα η «αναρχική» σκηνοθεσία της Ιόλης Ανδρεάδη που ταιριάζει απόλυτα με τη φύση του έργου και αφήνει χώρο στον ηθοποιό. Εξαιρετική και η ανάγνωσή της πάνω στο έργο των δύο προσωπικοτήτων του τίτλου της παράστασης. Συνδυάζοντας το δοκίμιο του Αρτώ και κάποιες επιστολές του Βαν Γκογκ έφερε το υλικό και των δύο πιο κοντά στο σήμερα και δημιούργησε ένα καινούριο και διεθνών προδιαγραφών κείμενο. Η εφιαλτική μουσική επένδυση της Ερατώς Α. Κρεμμυδά και οι υπαινικτοκοί φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα λειτουργούν επίσης καταλυτικά στην αρτιότητα του τελικού αποτελέσματος.
Εκεί που το έργο ξεκινά με αφετηρία να υπερασπιστεί την τέχνη για χάρη της τέχνης, καταλήγει σε ένα δριμύ κατηγορώ απέναντι στην ηθική και τους θεσμούς μιας ομογενοποιημένης κοινωνίας που δείχνει την έξοδο σε όσους δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της. Διότι για τον Αρτώ η κανονικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από μια σιωπηλή συνωμοσία, στην οποία εν τέλει βρίσκεται συμμέτοχο και το ίδιο το κοινό. Μπορεί ο Αρτώ να μη γνώρισε τον Βαν Γκογκ αλλά τον υπερασπίστηκε σαν να ήταν φίλος του και τα ίδια ακριβώς συναισθήματα θα αναπτύξουμε και εμείς για τον Αντονέν Αρτώ μετά το τέλος της παράστασης. Ένας άνθρωπος διωκώμενος από τους δαίμονές του, τους οποίους παρόλα αυτά κατάφερε να χαρτογραφήσει και εν τέλει να αντιμετωπίσει.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]