«Κρέμα και Μαρέγκα»: κριτική θεάτρου

krema-kai-maregka Simon Hallström / ICONIQ Studio
ΔΕΥΤΕΡΑ, 02 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015

Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Κρέμα και Μαρένγκα» του Κριστόφ Μαρτάλερ που παρουσιάστηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών από 13 έως 15 Φεβρουαρίου.

Ο Κριστόφ Μαρτάλερ, όπως είχα γράψει και παλιότερα, παρ’ ότι δεν θεωρεί το θέατρό του πολιτικό, αναμοχλεύει στις δημιουργίες του φλέγοντα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Μετά τη «Φρουτόμυγα» που υποστήριζε ότι ο καπιταλισμός έχει μετατρέψει τον έρωτα σε υπάλληλο του Μαμμωνά και το Riesenbutzabach - έναν συμβολικό τόπο που αντιπροσωπεύει τον εφησυχασμένο τρόπο ζωής σε αποσύνθεση - που είδαμε στο Φεστιβάλ Αθηνών, παρουσίασε τώρα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών το «Κρέμα και μαρέγκα», καυτηριάζοντας την υποκρισία, την ανοησία, τον παραλογισμό και την ασυνεννοησία των σύγχρονων μικροαστών. Και όχι μόνο. Το έργο του, στο οποίο δύο οικογένειες στοχεύουν με υστεροβουλία να πραγματοποιήσουν ένα προξενιό, παίρνει ευρύτερες διαστάσεις καθώς σε όλη τη διάρκεια της παράστασης η μία μιλά Γαλλικά και η άλλη Γερμανικά. Με αυτό το ευφάνταστο εύρημα ο σημαντικός σκηνοθέτης υπαινίσσεται την ασυνεννοησία μέσα στο πλαίσιο της χώρας του (Ας μην ξεχνάμε ότι είναι Ελβετός), και ενδεχομένως στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ο Μαρτάλερ, πάντα οπλισμένος με τη μουσική του παιδεία, πέρα από το ηχητικό σύμπαν που προσδιορίζει τη σκηνοθετική του ματιά (στην προκειμένη περίπτωση από ήχους καμπάνας μέχρι εύπεπτες μελωδίες και κλασικά ακούσματα), χειρίζεται τη γλώσσα σαν παρτιτούρα. Χρησιμοποιώντας στοιχεία από δύο κωμωδίες του Λαμπίς («Στάχτη στα μάτια» και «Ενα πρόβατο στο υπόγειο») επινοεί ένα κείμενο που δημιουργήθηκε μέσα από αυτοσχεδιασμούς του θιάσου του και εμπλουτίστηκε με διακειμενικές αναφορές, από την ποίηση του Λουίς Κάρολ (απαγγέλλει ο αγγλόφωνος! μπάτλερ) μέχρι τον Μπρέχτ και τον Σαίξπηρ.

Η παράστασή του, αργόσυρτη και με διαλόγους συχνά άνευ περιεχομένου, εντείνει την αίσθηση της πλήξης και της γελοιότητας, ενώ πίσω από την αφρώδη, σουρεαλιστική, χιουμοριστική υφή της φάρσας «κρύβει» τον υπαρξιακό στοχασμό της. Εν τέλει ο Μαρτάλερ δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Ούτε τις θεολογικές πεποιθήσεις καθώς στο τέλος, οι εξαιρετικοί ηθοποιοί, που επιδίδονται με θαυμαστή υποκριτική και κινησιολογική δεξιοτεχνία σε πάσης φύσεως εξεζητημένες ευτράπελες καταστάσεις, τρώνε κομμάτια φελιζόλ (δίκην όστιας) αναπαριστώντας ένα είδος θρησκευτικής τελετουργίας. Πριν κλείσουν τα φώτα το βαρύγδουπο σκηνικό της Αννα Βίμπροκ, με τα πορτρέτα των προγόνων και τα βαλσαμωμένα ζώα, αποσυντίθεται και λειτουργεί καθαρτικά. Δεν μένει παρά ο άνθρωπος αντιμέτωπος με τον εφήμερο εαυτό του.

Ελένη Πετάση - [email protected]