«Ρομαντισμός»: κριτική θεάτρου

romantismos
ΔΕΥΤΕΡΑ, 23 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015

Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Ρομαντισμός» που παρουσιάζεται στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών σε σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση.

Δεν υπάρχει ρομαντισμός όπως τον εννοούμε σήμερα στον «Ρομαντισμό» του Θέμελη Γλυνάτση και αυτό δεν είναι κοινό μυστικό. Πρόκειται για τη μεταφορά του πρώτου τόμου από τους «Υπνοβάτες» του Χέρμαν Μπροχ που εξετάζει την εποχή του Ρομαντισμού όχι στο επίπεδο μιας ουτοπικής τέχνης αποκομμένης από την πραγματικότητα, αλλά μέσα από τις υπαρκτές συνθήκες που στα τέλη του 19ου αιώνα δημιούργησαν τις βάσεις μιας Ευρώπης που αφέθηκε στον κατακερματισμό του φασισμού. Δεν υπάρχουν πρόσωπα στο έργο του Μπροχ παρά μόνο σύμβολα και ο Γιόαχιμ φον Πάσενοβ δεν είναι ένας απλός αξιωματικός που δένεται με τη στολή του, αλλά ο κάθε άνθρωπος μέσα στην ιστορία που χάνει τη βούλησή του για χάρη ενός ανώτερου και ασαφούς όντος και ασπάζεται σταδιακά ολοκληρωτικές ιδεολογίες.

Ο Θέμελης Γλυνάτσης είναι από τους πιο ιδιαίτερους σκηνοθέτες της γενιάς του με ξεκάθαρο στίγμα και όραμα και κέρδισε επάξια τη θέση του στο φετινό πρόγραμμα της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Το έργο που επέλεξε να ανεβάσει δεν είναι σε καμία περίπτωση ασφαλής ή δημοφιλής εποχή, είναι ωστόσο τρομακτικά επίκαιρο μέσα από πολλαπλά μονοπάτια. Σίγουρα μιλάμε για ένα φιλόδοξο σχέδιο, από αυτά που θέλουμε να βλέπουμε στο θέατρό μας. Το ζητούμενο λοιπόν βρίσκεται στην απόδοσή του και εκεί είμαστε ομολογουμένως λίγο μπερδεμένοι.

Vassilis Makris

Καθώς ο Μπροχ δε δημιουργεί χαρακτήρες αλλά ανδρείκελα, ο βασικός άξονας στη σκηνοθεσία του Γλυνάτση βρίσκεται στην αποδόμησή τους. Έτσι, επί τρεις ώρες επτά ηθοποιοί-απεικάσματα (Θανάσης Δόβρης, Νέστωρ Κοψιδάς, Σοφιάννα Θεοφάνους, Αλεξάνδρα Ντεληθέου, Σωτήρης Τσακομίδης, Ασπασία Κράλλη, Χρήστος Κεχρής) περιφέρονται επί σκηνής, με τον Ιερώνυμο Καλετσάνο σε ρόλο αφηγητή και μαέστρου του χάους. Τη στιγμή που η παράσταση τελειώνει και η σκηνή έχει χωριστεί σε κομμάτια, κανείς από αυτούς δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα γρανάζι στη μηχανή του ολοκληρωτισμού. Για την επίτευξη αυτής της εντύπωσης επιστρατεύεται η δραματουργία της Ελένης Τριανταφυλλοπούλου που διακατέχει σημαίνοντα ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα. Εδώ όμως βρίσκονται και οι όποιες ενστάσεις μας.

Από τη μία πλευρά η εικαστική αρτιότητα είναι βάλσαμο για τα μάτια και μέσα από την κακοφωνία αναδύεται μια απόλυτη αρμονία, την ίδια στιγμή όμως περιορίζεται οποιαδήποτε πρωτοβουλία των ηθοποιών που βρίσκονται μέσα σε καλούπια. Οι ικανότητες του θιάσου βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο και οι ερμηνείες είναι όλες δυνατές, αλλά στο τέλος δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις κάποια από το σύνολο. Το αποστειρωμένο περιβάλλον επεκτείνεται και στη θεατρική πράξη.

Vassilis Makris

Βέβαια, ας μιλήσουμε λίγο και για τα θετικά που μόνο αμελητέα δεν είναι. Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται είναι επιβλητική. Τα σκηνικά και οι φωτισμοί δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκεσαι κάτω από τα αστέρια ή ακόμη καλύτερα πως ό,τι παρακολουθείς εκτινάσσεται στο διάστημα και επιστρέφει ράθυμα πίσω στη Γη για να συνεχίσει την τραγικά επαναλαμβανόμενη πορεία του. Είναι μια ιστορία πέρα από χώρο και χρόνο και ταυτόχρονα μια κατά διαστήματα εξωπραγματική εμπειρία. Γιατί μέσα στις τρεις ώρες αναγωγής του ατομικού σε συμβολικό υπάρχουν κάποιες μαγικές στιγμές βγαλμένες από τον κόσμο των ονείρων. Μπορεί θεματικά ο «Ρομαντισμός» του Γλυνάτση να στηρίζεται σε ζητήματα ηθικής της κοινωνίας, στην πραγματικότητα όμως αναζητά διαρκώς το Ωραίο και το Υψηλό όπως οι θιασώτες της εποχής. Είτε μέσα από τα αποσπάσματα που οι χαρακτήρες εξομολογούνται τον πόθο που βράζει μέσα τους, είτε μέσα από τις ερμηνείες του τενόρου Χρήστου Κεχρή πάνω σε έργα του Σούμπερτ ή απλά μέσα από το κομμάτι της δραματουργίας, η παράσταση επιτυγχάνει να γίνει μια μοναδική εμπειρία που σπάνια βιώνεις στο θέατρο της εποχής μας και από λίγους καταξιωμένους δημιουργούς.

Ως σύνολο μένει περισσότερο απ’ ό,τι θα χρειαζόταν στα λόγια και την κυριολεξία, σχηματίζοντας ένα ολίγον τι ξύλινο πλαίσιο και λόγω της μεγάλης διάρκειας αναμφίβολα κουράζει τον οργανισμό, την ίδια στιγμή όμως τα μάτια θέλουν κι άλλο. Και είναι από αυτές τις περίεργες περιπτώσεις που αν και έχει εμφανή τα όποια της προβλήματα και σε εξουθενώνει, όσο επεξεργάζεσαι αργότερα αυτό που παρακολούθησες τόσο πιο πολύ το εκτιμάς και ως προς την απόδοσή του αλλά και ως προς τους στόχους του. Δεν είναι μία εύκολη παράσταση, είναι πάντως μία που αξίζει να της δώσεις ευκαιρία.

Γιάννης Μόσχος
[email protected]