«Ιμμάνουελ Καντ»: κριτική θεάτρου
Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Ιμμάνουελ Καντ» του Τόμας Μπέρνχαρντ που παρουσιάζεται στο Θέατρο Τέχνης (σκηνή Φρυνίχου) σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα.
Ο Τόμας Μπέρνχαρντ είναι από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της μεταπολεμικής Ευρώπης. Παρά το γεγονός ότι είναι γνωστός κυρίως για το λογοτεχνικό του έργο, έχει καταθέσει τα διαπιστευτήριά του και στο χώρο του θεάτρου μέσα από μια πληθώρα έργων. Ένα από τα λιγότερο γνωστά θεατρικά του κείμενα είναι το «Ιμμάνουελ Καντ» που γράφτηκε το 1978 και ανεβαίνει αυτό τον καιρό για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Θέατρο Τέχνης, με τον Γιάννο Περλέγκα να το επιλέγει για το ντεμπούτο του στη σκηνοθεσία.
Το «Ιμμάνουελ Καντ» είναι ένα έργο υψηλών απαιτήσεων, τόσο για τους δημιουργούς αλλά και για το κοινό. Βρίθει νοημάτων και συμβολισμών και στον πυρήνα του περικλείει ολόκληρη την εξέλιξη της σύγχρονης δυτικής σκέψης. Λόγω της ποιητικής –σχεδόν παραληρηματικής- φύσης του δεν είναι άμεσα προσβάσιμο και εφιστά την πλήρη προσοχή ώστε να ξετυλίξει μπροστά σου τα πολλαπλά επίπεδά του.
Ο Μπέρνχαρντ επέλεξε τον Καντ, αυτό τον κορυφαίο και τόσο επιδραστικό φιλόσοφο του 20ού αιώνα και τον τοποθετεί στη σύγχρονη εποχή του, τυφλό να ταξιδεύει με πλοίο στην Νέα Υόρκη με την ελπίδα να βρει το φως του. Συνοδοιπόροι στο ταξίδι του η σύζυγός του, ο υπηρέτης του και το άδειο κλουβί του αγαπημένου του παπαγάλου με το όνομα Φρίντριχ. Ασφαλώς ο Καντ δεν είχε βρεθεί ποτέ μακριά από το μέρος που γεννήθηκε και θεωρούνταν ασεξουαλικός χωρίς να είχε κάποια γυναίκα και αυτό είναι μονάχα το περίβλημα της αποδόμησης που συντελείται.
Για να καταλάβουμε καλύτερα το έργο, αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Αυστριακός Μπέρνχαρντ ποτέ δε συμπάθησε τους συμπολίτες του. Καθώς έζησε τη φρίκη του πολέμου και τις ιδεολογίες του μίσους πίσω από αυτόν, θεωρούσε τους Αυστριακούς ναζιστές και την Ευρώπη μια σκιά του παλιού εαυτού της που κάνει κύκλους κυνηγώντας την ουρά της. Μέσα από αυτές τις συνθήκες λοιπόν σφυρηλατήθηκε η πίστη του για το πνευματικό τέλος που ολοένα και πλησιάζει. Στο «Ιμμάνουελ Καντ» καταγράφει όλες τις σκέψεις του, τις φοβίες του και τις εμμονές του για το μέλλον της ηπείρου του και σχεδόν 40 χρόνια μετά θαρρείς πως καταγράφει το σήμερα.
Το ανέβασμα του Γιάννου Περλέγκα διατηρεί τα απολύτως απαραίτητα και τονίζει την ποιητικότητα του έργου. Η σκηνή είναι λιτή με τις ξαπλώστρες του κύριου και της κυρίας Καντ, και πιο ψηλά δεσπόζουν κρεμασμένα τα πορτραίτα μεγάλων προσωπικοτήτων του Διαφωτισμού. Παρόλα αυτά, με την επιστράτευση και της φαντασίας δε δυσκολεύεσαι καθόλου να φανταστείς τη σκηνή της Φρυνίχου ως ένα υπερωκεάνιο που διασχίζει τον Ατλαντικό. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, ο Καντ έρχεται σε επαφή με διάφορους ανθρώπους που εκφράζουν πάντα κάτι γενικότερο και πιο αφηρημένο από τους ίδιους. Έτσι, συναντά εκπροσώπους της εκκλησίας και του στρατού που μένουν ίδιοι ως μούμιες όσοι αιώνες και αν περάσουν, κενές γυναίκες της υψηλής κοινωνίας που θέλουν να είναι δίπλα του μόνο λόγω της φήμης του και όχι επειδή γνωρίζουν το έργο του, και το μεγαλύτερο συλλέκτη κλασικών έργων τέχνης που έχει αδειάσει αφού κατανάλωσε μονομιάς κάθε τέχνη υπό τη μορφή προϊόντος. Ακόμη και το γεγονός ότι είναι ο μοναδικός επιβάτης του πλοίου που πάσχει από ναυτία ανάγεται στη σφαίρα των συμβολισμών. Ασφαλώς ο Καντ τους θεωρεί όλους «αμβλύνοες» και απεχθάνεται εξίσου και την Αμερική στην ολότητά της. Ο μόνος λόγος που ταξιδεύει σε αυτήν είναι η ελπίδα να ξαναβρεί την όρασή του και να ανακηρυχθεί διδάκτορας, έχει τυφλωθεί όμως τόσο και πνευματικά ώστε να μην μπορεί να καταλάβει ότι ο προορισμός του είναι το τρελάδικο.
Η παραδοξολογία της τοποθέτησης του Καντ δύο αιώνες μπροστά από την εποχή του, του δίνει την ευκαιρία να έρθει αντιμέτωπος με την… αντιμετώπιση του έργου του. Ο Καντ του Μπέρνχαρντ γνωρίζει την κληρονομιά του και παρόλα αυτά δείχνει στάσιμος και απαρχαιωμένος, κολλημένος σε μια διαφορετική εποχή. Εμπιστεύεται μόνο τον παπαγάλο του, ο οποίος δεν είναι άλλος παρά ο ίδιος του ο εαυτός. Και καθώς του αρκεί να στηλιτεύει τα ήθη της νέας εποχής που κινείται γύρω του, προσπερνά το γεγονός ότι δεν είναι όσο αποκομμένος θέλει να πιστεύει από αυτήν και για την ακρίβεια αποτελεί και μέρος της.
Ο Γιάννος Περλέγκας χειρίζεται θαυμάσια και με μαεστρία το υλικό, συνοδεύοντας το θίασο με τις ταιριαστές μελωδίες ενός πιάνου. Η ροή της παράστασης είναι το δυνατό σημείο, αφού παρά την όποια ανομοιογένεια προκύπτει από το υλικό του Μπέρνχαρντ και τη μεγάλη διάρκεια, μοιάζει σαν μια λυρική παραβολή που παρά την ισοπέδωση είναι η τελευταία κραυγή ενός ρομαντικού οραματιστή του κόσμου. Ο Μάκης Παπαδημητρίου μπορεί να μην απογειώνεται αλλά είναι άξιος ως Καντ, ενώ η Σύρμω Κεκέ διαθέτει κάποιες μεγαλειώδεις στιγμές ως κυρία Καντ, ειδικά στον μονόλογό της που συγκαταλέγεται στις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές της παράστασης. Η Κατερίνα Λυπηρίδου ελαφραίνει με λεπτότητα την ατμόσφαιρα όντας διασκεδαστική σε έναν ιδιαίτερο και σίγουρα όχι εύκολο ρόλο και ο Χρήστος Μαλάκης παραδίδει την πιο απολαυστική ερμηνεία ως υπηρέτης-παπαγάλος. Ο Γιάννης Καπελέρης καταφέρνει να ξεχωρίσει στο τέλος εκφράζοντας την απόγνωση του χορτάτου μα μονίμως πεινασμένου συλλέκτη έργων τέχνης και ο Μιχάλης Τιτόπουλος προσθέτει νεύρο και ζωντάνια στο φόντο κάθε σκηνής, με τον τελευταίο λόγο να του ανήκει.
Ο «Ιμμάνουελ Καντ» του Τέχνης είναι μια παράσταση που της αξίζει να την αντιμετωπίσεις με σεβασμό και θαυμασμό. Είναι ένα έργο που ανεβαίνει για πρώτη φορά στη χώρα μας, αρκετά στριφνό και βαρύ για το μέσο θεατή και όμως μέσα από τη σκηνοθεσία αναδεικνύεται σε έναν παιάνα για το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Δεν κλείνει με διδακτισμό, μα ψιθυρίζοντάς σου καθησυχαστικά στο αυτί. Θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ευρύ κατηγορώ προς πάσα κατεύθυνση, καταλήγει ωστόσο ένα προειδοποιητικό σήμα. Ο Γιάννος Περλέγκας έθεσε ψηλά τον πήχη για την πρώτη του σκηνοθετική δουλειά αλλά τον πέρασε με χαρακτηριστική ευκολία.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]