Κριτική θεάτρου: «Σκηνοβάτες» του Σταμάτη Φασουλή

kritiki-theatrou-skinobates-tou-stamati-fasouli

ΔΕΥΤΕΡΑ, 01 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2011

Η Ελένη Πετάση μας μεταφέρει τις εντυπώσεις της από την παράσταση «Σκηνοβάτες» του Σταμάτη Φασουλή, τη φετινή καλοκαιρινή παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου.

Αρχικά μια εξαιρετική ιδέα. Σε μια παρακμιακή εποχή όπως η σημερινή οι «Σκηνοβάτες» του Σταμάτη Φασουλή έρχονται να υπενθυμίσουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο την ανακύκλωση της Ιστορίας. Μας μεταφέρουν, λοιπόν, στο τέλος του 2ου αιώνα μ.Χ., τότε που η ρωμαϊκή αυτοκρατορία καταρρέει παρασύροντας στο διάβα της την αίγλη του θεάτρου και τρεις θίασοι - από την Αθήνα, τη Σικελία και τη Φρυγία - προσπαθώντας να αντισταθούν στη γενικότερη πτώση αξιών, φτάνουν στην Επίδαυρο για να στήσουν ένα αυτοσχέδιο διαγωνισμό υποκριτικής.

Και οι τρεις πορεύονται με το θάρρος της ουτοπίας, καθώς οι χορηγίες έχουν πια καταργηθεί και οι υποκριτές έχοντας χάσει όλη τη λατρευτική τους υπόσταση, αγωνίζονται να διασώσουν την τέχνη τους και να επιβιώσουν με κάθε μέσο. Η αναβίωση των άλλοτε λαμπρών δραματικών αγώνων εκπίπτει τώρα σε ανάμικτα θεάματα που «συνταιριάζουν» αποσπάσματα τραγωδιών με φλύακες (αρχαιοελληνική μορφή φάρσας που διακωμωδούσε παλιότερα έργα), αριστοφάνειες σκηνές με σατιρικά δράματα και γλυκόπικρες ωδές, βωμολόχους μίμους με ακροβάτες, ξυλοπόδαρους και χορευτές που εκπέμπουν μια γεύση ανατολίτικης λαγνείας.

Αυτή η ετερόκλητη σκηνική σύνθεση, έχοντας έναν «κομπέρ» (εύστοχος ο Λαέρτης Μαλκότσης) που εξηγεί τα διαφορετικά είδη θεάτρου, αλλά και βομβαρδίζει το κοινό με ενδιαφέρουσες (και για πολλούς άγνωστες) πληροφορίες, αντικατοπτρίζει τη βαθιά παιδεία του δημιουργού της. Μόνο που στη διαδρομή το κείμενο του Σταμάτη Φασουλή (με τη δραματουργική συνεργασία της Ειρήνης Μουντράκη) γέρνει προς τη μεριά της παρωδίας παραπέμποντας σε επιθεωρησιακής υφής επεισόδια, άλλα επιτυχημένα και άλλα όχι.

Οι περισσότεροι, εξάλλου, ηθοποιοί της παράστασης (Σοφία Φιλιππίδου, Νένα Μεντή, Ελένη Κοκκίδου, Λαέρτης Μαλκότσης, Μάκης Παπαδημητρίου, Θανάσης Αλευράς) αυτή την κατεύθυνση υπηρετούν. Αναμφισβήτητη νικήτρια σε τούτο τον άνισο αγώνα η Σοφία Φιλιππίδου. Τόσο ως Κλυταιμνήστρα (στη φαρσική εκδοχή της) όσο και ως Κασσάνδρα που προβλέπει το μέλλον του σύγχρονου θεάτρου, μας παρέσυρε στον χείμαρρο των ιλαρών αυτοσχεδιασμών της προκαλώντας αβίαστη ευφορία.

Ωστόσο, παρά τα μεμονωμένα απολαυστικά στιγμιότυπα (ξεχώρισαν επίσης ο Σωσίας του Μάκη Παπαδημητρίου, η Μυρίνη της Τάνιας Τρύπη, η υπέργηρη θεατρίνα της Νένας Μεντή) αλλά και κάποια επιτυχημένα δείγματα παρακμιακού τραγικού λόγου, όπως ο Οιδίποδας του Νίκου Κουρή, το υπερθέαμα του Εθνικού Θεάτρου παρασύρθηκε στη δύνη των πληθωρικών ιδεών του και θέλοντας ενδεχομένως να δώσει φωνή σε κάθε έναν από τους τριάντα ηθοποιούς της παράστασης, επιμηκύνθηκε χρονικά πέραν του δέοντος.

Επιπλέον, άστοχη υπήρξε η διαμόρφωση του σκηνικού χώρου, καθώς τις σκηνές εκστρατείας των περιφερόμενων θιάσων, που είχαν τοποθετηθεί έξω από το θέατρο, έκρυβε ολοκληρωτικά μια πομπώδης κατασκευή κατά τα πρότυπα του αρχαίου σκηνικού (λειτουργική μεν, κακόγουστη δε) με ζωγραφισμένα περιστρεφόμενα ριντό.

Ευτυχώς που ο Φασουλής μας επιφύλαξε ένα εντυπωσιακό φινάλε στο οποίο παρέλασαν - πάντα με σατιρικό βλέμμα – μνήμες και σκιές από αιρετικές ή μη παραστάσεις αρχαίου δράματος που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους. Και η ορχήστρα της Επιδαύρου πλημμύρισε από θραύσματα σκηνοθετικών επινοήσεων: από τον Θόδωρο Τερζόπουλο μέχρι τον Ταντάσι Σουζούκι, από τον Τσιάνο μέχρι τον Κακλέα, από τον Πέτερ Στάιν μέχρι τον Λάνγκοφ, από τον Στούρουα μέχρι τον Μαρμαρινό, από τον Κάρολο Κουν μέχρι το Θέατρο Νο.

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]