Βασίλης Κουκαλάνι: «Στο θέατρο χρειάζεται να διεκδικήσουμε έναν ρόλο κοινωνικής πρωτοπορίας»
Ο ηθοποιός Βασίλης Κουκαλάνι μας μιλά για την παράσταση «Δεν έχω τίποτα».
Μια από τις παραστάσεις που θα κλείσουν το φετινό πρόγραμμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου είναι το «Δεν έχω τίποτα» του Έντουαρντ Μποντ που θα παρουσιαστεί από την Τετάρτη 15 Απριλίου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά.
Το μονόπρακτο του Μποντ μας μεταφέρει στο δυστοπικό 2077, όταν το παρελθόν έχει καταργηθεί και η μαζική κατανάλωση έχει αντικατασταθεί από ένα λιτό βίο που υπόκειται πλήρως στους κρατικούς κανονισμούς. Πρόκειται για μια κοινωνία που αποτελεί νοητή συνέχεια της δικής μας, υπογραμμίζοντας τα κακώς κείμενα που μπορούν να οδηγήσουν σε αυτή τη δυστοπία.
Ένα από τα τρία πρόσωπα της παράστασης είναι ο Βασίλης Κουκαλάνι. Γεννήθηκε από Ελληνίδα μητέρα και Ιρανό πατέρα στην Κολωνία, έχει ζήσει στο Ιράν και γνωρίζει πώς είναι να είσαι πολίτης του κόσμου. Στην Ελλάδα έχει μια αξιοθαύμαστη πορεία στο θέατρο και έχει θητεύσει δίπλα σε μεγάλα ονόματα. Μεταξύ άλλων έχει σημαντική συμβολή σε αντιφασιστικά φεστιβάλ και οι παραστάσεις που επιλέγει διαθέτουν ένα σημαντικό κοινωνικό στίγμα. Καθώς είναι λοιπόν το ιδανικό άτομο για να μας εξηγήσει τους άξονες της παράστασης, το clickatlife.gr επικοινώνησε μαζί του και μας μίλησε για τις προεκτάσεις ποτ προκύπτουν από το κείμενο του Μποντ.
Τι να περιμένει το κοινό από την παράσταση; Ποιοι είναι οι βασικοί της άξονες;
Πιστεύω πως θα είναι πιο πολύ μια εμπειρία συμμετοχής του κοινού και εννοώ συναισθηματικής εμπλοκής και δοκιμασίας παρά μια παρακολούθηση ενός θεατρικού θεάματος με παραδοσιακούς αφηγηματικούς κώδικες. Και μοιάζει η παράσταση να έχει τα στοιχεία ενός γεγονότος στο οποίο η εμπλοκή του κοινού στην σκηνική πράξη θα εξαρτάται και θα τροφοδοτείται από τους ηθοποιούς αλλά και αντίστροφα. Νομίζω πως μονίμως θα ακροβατούμε μεταξύ της δικής μας πίστης στη συνθήκη που αφηγούμαστε και της πίστης που θα επιφέρουμε στην πλατεία, όσο πιο πυκνή καταφέρουμε να καταστήσουμε την εμπλοκή του κοινού τόσο πιο εκρηκτική θα είναι η κοινή εμπειρία της παράστασης. Για μένα αυτός είναι ο ορισμός ενός καλλιτεχνικού γεγονότος, όταν έχει κίνδυνο, ρίσκο και ουσιαστική έκθεση από μεριάς του καλλιτέχνη.
Κάθε απεικόνιση του μέλλοντος στις τέχνες είναι δυστοπική. Θεωρείτε ουτοπική την αισιόδοξη προσέγγιση; Πώς φαντάζεστε εσείς το έτος 2077;
Η δυστοπία μοιάζει να είναι το αντίθετο της ουτοπίας, κατέχει δηλαδή όλες τις θετικές, μάλλον τέλειες ιδιότητες τις ιδανικής κοινωνίας από την ανάποδη. Είναι δηλαδή μια απόλυτα εφιαλτική και τυραννική απεικόνιση μιας εποχής του μέλλοντος που ενώ δεν είναι πολύ μακριά μοιάζει να κινείται προς το τέλος κάθε χρόνου, κάθε εποχής και κάθε κοινωνίας, έτσι δηλαδή φαντάζομαι το τέλος γενικός.
Το μόνο αισιόδοξο και μόνος αισιόδοξος τρόπος να δει κανείς το καλλιτεχνικό έργο ή το λογοτεχνικό αυτό κείμενο αισιόδοξα είναι να συνειδητοποιήσει πως ο συγγραφέας ερμηνεύει απόλυτα το παρών μέσα από την απεικόνιση του ζοφερού αυτού μέλλοντος. Κάθε αισιόδοξη προσέγγιση ή κατάληξη δεν έχει να κάνει με κάποιο happy end ή παραμύθι, αλλά στην απόλυτη πίστη του ανθρώπου στις δυνατότητες του, αυτό πρέπει με κάποιο τρόπο πάντα να φωτιστεί, να υπονοηθεί, να «αυτονοηθεί».
Στο έργο αυτό ο τρίτος προκαλεί τον απόλυτο πανικό σε όλους τους εμπλεκόμενους γιατί φέρνει τον καθένα πιο άμεσα αντιμέτωπο με τον εαυτό του και την πραγματικότητά του. Ο «τρίτος» πάντα προκαλεί ρήγματα γιατί μας αναγκάζει να επερωτάμε και μονίμως να εξετάζουμε τις σχέσεις μας, τις ζωές μας, την ύπαρξη μας.
Το έργο του Έντουαρντ Μποντ είναι σύγχρονο και επίκαιρο. Πιστεύετε ότι και το θέατρο είναι σύγχρονο και επίκαιρο στις μέρες μας ή πρέπει να προσπαθήσει περισσότερο;
Νομίζω πως πρέπει να προσπαθήσει πολύ περισσότερο, παντού, όχι μόνο στην Ελλάδα όπου πια ο πολιτισμός και η τέχνη είναι υπόθεση ιδιωτικής πρωτοβουλίας και εμπορευματικής ανταγωνιστικότητας.
Η τέχνη εκφράζει την βαθύτερη ανάγκη της κοινωνίας προοδευτικά να αναγνωρίζει το “είναι” της, να αμφισβητεί ουσιωδώς τα εκφραστικά στερεότυπα που παρεμποδίζουν την εξέλιξή της, να διεκδικεί ακατάπαυστα και να αποκαλύπτει τις αναγκαίες για την διαρκή χειραφέτησή της εκφραστικές δυναμικές. Αυτή η ανάγκη χειραφέτησης δεν μπορεί σε κάποιες κοινωνικές και ιστορικές συγκυρίες, απλά να δηλώνεται από τους καλλιτέχνες αλλά θα πρέπει να εκφράζεται ουσιαστικά και ριζοσπαστικά.
Η γνώμη μου είναι ότι στο θέατρο χρειάζεται να διεκδικήσουμε και να δημιουργήσουμε έναν ρόλο κοινωνικής πρωτοπορίας. Η τέχνη μπορεί και οφείλει, ειδικά σε καιρούς κοινωνικής κρίσης, να αποκαλύπτει και να ξεμπροστιάζει κοινωνικούς μηχανισμούς που επιφέρουν αδικία, ρατσισμό και καταπίεση, να δείχνει μια προοπτική αλλαγής των συνθηκών κι ένα κοινωνικό όραμα, να προκαλεί και να περιγελά τους «ισχυρούς» και προπάντων να εμψυχώνει και να χειραφετεί.
Για εσάς το πρόβλημα μιας χώρας ξεκινά από τις πολιτικές που εφαρμόζονται ή από τις αντιλήψεις της κοινωνίας;
Στο έργο του Bond υπάρχει έμμεσα ο ισχυρισμός ή μια υποψία ότι την απολυταρχική φασιστοκοινωνία που απεικονίζει την δέχτηκαν η άνθρωποι, η κοινωνία, οι «λαοί» - για να έχουν την ησυχία τους και να απαλλαχθούν από τις καθημερινές συγκρούσεις, από τις ασφυκτικές ευθύνες, - προτίμησαν λοιπόν την απόλυτη ανάθεση της ζωής τους στην ολοκληρωτική διαχείριση μιας ανώνυμης εξουσίας και ενός συστήματος παραγωγής. Το συμπέρασμα είναι όμως ότι από την έλλειψη συγκρούσεων, σχέσεων και παρελθόντος επέρχεται μια πανανθρώπινη πνευματική χρεοκοπία. Οι ήρωες της ιστορίας όταν προκαλείται η ύπαρξή τους, τελικά συνεχίζουν να συγκρούονται βάναυσα,- μόνο που τώρα πια για το απόλυτο τίποτα, για το ολοκληρωτικά ασήμαντο.
Πιστεύω λοιπόν ότι τα προβλήματα των κοινωνιών βρίσκονται στους πολιτικούς θεσμούς της, που είναι φτιαγμένοι για να υπηρετούν τους πολύ λίγους που με τη σειρά τους δε διστάζουν να φτιάξουν τις ολοκληρωτικές και φοβικές κοινωνίες που περιγράφονται στο «Δεν έχω τίποτα», προκειμένου να διατηρήσουν την κυριαρχία.
Ο ρατσισμός μπορεί να αναχαιτιστεί σε πολλά επίπεδα και με πολλούς τρόπους. Το σημαντικό είναι να δημιουργείται μια δυνατή συλλογική συνείδηση κατά του ρατσισμού και των προκαταλήψεων μέσα από πρακτική και εμπειρική διαπαιδαγώγηση. Αυτός ο αγώνας είναι καθημερινός, κοινωνικός και παντού, στις γειτονιές, στα σχολεία, στους χώρους εργασίας και είναι αντιμέτωπος κυρίως με τον ρατσισμό των θεσμών, την πολιτική που επιβάλλει τις διακρίσεις.
Για άλλη μια φορά εδώ πιστεύω η τέχνες μπορούν να ξεμπροστιάσουν, να γελοιοποιήσουν και να κάνουν έντονη κριτική, να αναδείξουν ότι απέναντι στον ρατσισμό και την βαρβαρότητα στεκόμαστε με κοινό νου, ανατρεπτική διάθεση, χιούμορ και παιχνίδι.
Μελλοντικά σχέδια έχετε;
Το κυρίαρχο σχέδιο που υπάρχει για μένα είναι η ετοιμασία του καινούργιου «παιδικού» έργου για την επόμενη χρονιά που θα είναι μια σύνθεση δυο ιστοριών, πάλι του φίλου μου Φόλκερ Λούντβιχ, και θα έχει σχέση με το bullying, το σχολικό άγχος και ανταγωνισμό στα σχολεία.
Συντελεστές:
Μετάφραση: Δημήτρης Μυλωνάς, Άννα Ελεφάντη. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μυλωνάς. Σκηνικά-κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα. Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα. Μουσική: Παύλος Κατσιβέλης. Επιμέλεια κίνησης -Χορογραφίες: Νατάσα Σαραντοπούλου. Βοηθός Σκηνοθέτη: Μελίνα Σκούφου. Φωτογραφίες: Άγγελος Καλοδούκας. Αφίσα: Παναγιώτης Βωβός. Μακιγιάζ-Κομμώσεις: Λένια Saw.
Διανομή: Άννα Ελεφάντη, Πάρης Θωμόπουλος, Βασίλης Κουκαλάνι.
Πληροφορίες: «Δεν έχω τίποτα» του Έντουαρντ Μποντ στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, Αντισθένους 7 & Θαρύπου. Προγραμματισμένη πρεμιέρα: Τετάρτη 15 Απριλίου. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη έως Σάββατο 21:15, Κυριακή 19:00. Τιμές Εισιτηρίων: 12, 10, 8 ευρώ. Κρατήσεις εισιτηρίων: 210 9212900.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]