«Δεν έχω τίποτα»: κριτική θεάτρου
Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Δεν έχω τίποτα» του Έντουαρντ Μποντ που παρουσιάζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά.
Το Θέατρο του Νέου Κόσμου έχει εισέλθει στον τελευταίο κύκλο της φετινής σεζόν. Μία από τις παραστάσεις που παίζονται αυτή την περίοδο είναι το «Δεν έχω τίποτα» του Έντουαρντ Μποντ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά, ο οποίος έρχεται από την επιτυχία του «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» στο Επί Κολωνώ. Πρόκειται για ένα μονόπρακτο που εξερευνά με δόσεις μαύρου χιούμορ μια μελλοντική κοινωνία που αποτελεί άμεση συνέχεια της εποχής μας.
Μεταφερόμαστε στο έτος 2077. Το παρελθόν έχει καταργηθεί και μαζί ο,τιδήποτε μπορεί να ανασύρει μνήμες του. Αντί για μαζική κατανάλωση επικρατεί λιτός βίος που ελέγχεται από το κράτος, με στρατιώτες να επιβλέπουν την κίνηση στους δρόμους, τη σωματική επαφή, ακόμη και τη διάταξη των επίπλων στα σπίτια. Οι αυτοκτονίες αποτελούν μαζικό φαινόμενο, οι πρόσφυγες κινούνται κατά κύματα μέσα από τα ερείπια των παλαιών πόλεων και όλα λειτουργούν στο πλαίσιο μιας δυστοπίας. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, μεταφερόμαστε σε ένα σπίτι. Η Σάρα είναι παντρεμένη με τον Τζαμς ο οποίος εργάζεται στην υπηρεσία περιπολίας. Ένας άντρας εμφανίζεται στο κατώφλι τους, για να ισχυριστεί ότι είναι ο αδερφός της Σάρα. Τι κατάληξη μπορεί να έχει όμως μια τέτοια δήλωση σε μια πραγματικότητα χωρίς παρελθόν και σε ένα σπίτι με δύο καρέκλες για τρεις ανθρώπους;
Στο «Δεν έχω τίποτα» ο Μποντ δεν ενδιαφέρεται να εκμεταλλευτεί το δυστοπικό μέλλον για τη φουτουριστική τεχνολογία του, όπως ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Προσπαθεί να δημιουργήσει μια συνέχεια του σήμερα (το κείμενο γράφτηκε το 2000), η οποία να είναι όσο πιο πιστευτή στο επίπεδο των ανθρώπινων σχέσεων. Σαφώς και υπάρχουν υπερβολές που οδηγούν σε ένα πολύ ιδιαίτερο και σκοτεινό χιούμορ, αλλά την ίδια στιγμή υπάρχει μια αυτοματοποίηση που επεκτείνεται και στο επίπεδο της διαπροσωπικής επαφής. Ο κυνισμός και η τυπικότητα βασιλεύουν και η τυφλή υποταγή στους κανόνες θεωρείται δεδομένη. Όταν όμως το κεντρικό ζευγάρι έρχεται σε επαφή με κάτι διαφορετικό που εμπεριέχει συναισθήματα τα οποία έχουν λησμονηθεί ακόμη και στο επίπεδο που βιώνονται, τότε θα ξεκινήσει ένα γαϊτανάκι διχόνοιας που θα οδηγήσει στην ολική ρήξη (ή που πολύ απλά θα φανερώσει αυτό που υπήρχε ήδη από την αρχή).
Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυλωνά είναι αναζωογονητική μέσα στη μανία της για επανάληψη. Δύο καρέκλες και τέσσερις τοίχοι, όλα από ξύλο, μετακινούνται συνεχώς και καταδεικνύουν τις αποστάσεις που υπάρχουν ανάμεσα στους τρεις χαρακτήρες, όπως επίσης και το πόσο περιχαρακωμένες από τους ίδιους τους εαυτούς τους είναι οι ζωές τους. Η κίνηση της Νατάσας Σαραντοπούλου είναι από τα ατού της παράστασης, αν και αυξάνει το βαθμό δυσκολίας στην παρακολούθηση στο επίπεδο που τα λόγια αποκτούν μορφή αναλογίου. Η χορογραφία στην έναρξη της παράστασης είναι πάντως μια εξόχως έντονη σκηνή που σε τοποθετεί στο κλίμα ακόμη και χωρίς τη συνδρομή των λέξεων. Η δυναμική μουσική του Παύλου Κατσιβέλη δίνει έμφαση στη βία που επικρατεί στα πάντα το έτος 2077 και οι ερμηνείες των τριών ηθοποιών (Άννα Ελεφάντη, Πάρης Θωμόπουλος, Βασίλης Κουκαλάνι) κυμαίνονται όλες σε υψηλό επίπεδο, άριστα δουλεμένες και συγχρονισμένες μεταξύ τους, αναδεύοντας συγκινήσεις μέσα από μια συναισθηματικά νεκρή πραγματικότητα όπου η κενότητα έχει γίνει τάξη πραγμάτων και επιβάλλεται δια της βίας.
Δε μιλάμε για μια παράσταση που απευθύνεται εξίσου εύκολα σε όλους. Έχει σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές αναφορές και παρακολουθώντας την, συνειδητοποιείς πως όλα αυτά που περιγράφει ως μέλλον δεν είναι τελικά τόσο εξεζητημένα. Πρόκειται για ένα σύγχρονο ανέβασμα που απευθύνεται σε θεατές εξοικειωμένους με τις νέες τάσεις στο θέατρο και που είναι διατεθειμένοι να ανταλλάξουν την έννοια της διασκέδασης με αυτή του προβληματισμού. Μας χωρίζουν 62 χρόνια από το 2077 και όμως οι ζοφερές προβλέψεις του Μποντ δε μοιάζουν να βρίσκονται τόσο στη σφαίρα της φαντασίας.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]