«Η Λίλα λέει»: κριτική θεάτρου

i-lila-leei-lila-leei
ΤΡΙΤΗ, 05 ΜΑΙΟΥ 2015

Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Η Λίλα λέει» που παρουσιάζεται στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου και Μαριάννας Κάλμπαρη.

«Γαργαλιστικό και ταυτόχρονα αθώο» χαρακτήρισαν οι Times International το αφήγημα του άγνωστου συγγραφέα Σιμό, που, με τίτλο «Η Λίλα λέει» (Lila dit ca), εκδόθηκε το 1996 και έκτοτε προκάλεσε μεγάλη αίσθηση σε διεθνές επίπεδο τόσο ως νουβέλα όσο και ως ταινία (2004). Αυτόν τον αταίριαστο συνδυασμό μεταξύ πορνογραφικού λόγου και αγγελικής αγνότητας, που δύσκολα μπορεί να αποδοθεί σκηνικά χωρίς να σοκάρει, επιτυγχάνει με τα πιο λιτά μέσα η παράσταση της Μαργαρίτας Κάλμπαρη και του Βασίλη Μαυρογεωργίου. Διασκευάζοντας για πρώτη φορά το έργο για το θέατρο, οι δύο δημιουργοί αναδεικνύουν με ευαίσθητο τρόπο τις ποιητικές και χιουμοριστικές αιχμές του κειμένου που κρύβονται πίσω από τη σκανδαλώδη τολμηρότητά του.

Στην επιτυχία της παράστασης, ωστόσο, συμβάλλει καθοριστικά η εξαιρετική ερμηνεία της Λένας Δροσάκη, που υποδύεται με ιδανική αθωότητα την αθυρόστομη 16χρονη καθολική Λίλα, η οποία δίνει νόημα στην αδιέξοδη ζωή ενός νεαρού άνεργου Αραβα. Η ηθοποιός οπλίζει την ηρωίδα με την παιδικότητα που της αρμόζει, βιώνει τις σεξουαλικές φαντασιώσεις της, περιγράφει με ανεπιτήδευτο σκέρτσο τις ερωτικές επιθυμίες της και χωρίς καμία υπερβολή ή χυδαιότητα ξεστομίζει ακόμη και τις πιο χυδαίες εκφράσεις.

Αποδέκτης των λόγων της και του έρωτα που ξυπνούν μέσα του, ο έρημος, συνεσταλμένος μετανάστης των παρισινών γκέτο (τον ερμηνεύει εξίσου θαυμάσια ο Βασίλης Μαυρογεωργίου) εμπλέκεται σε μία ιστορία φαντασιακού αισθησιασμού, η οποία, με την εισβολή των «Αλλων», αναπόφευκτα οδηγεί στον θάνατο.

Ωστόσο η Λίλα, σύμφωνα με τον συγγραφέα της που επιδιώκει να σαρκάσει την υποκρισία της ηθικής, όχι μόνο δεν είναι μια πόρνη αλλά ένας άγγελος επί γης, γεγονός που η παράσταση εύστοχα υπογραμμίζει με ποικίλα στοιχεία, όπως την εικόνα της Παναγίας στο βάθος της σκηνής ή τις ψαλμωδίες που ακούγονται  σε συνδυασμό με το «Playground Love» των Air. Από την άλλη, το έργο ανατέμνει τις εφηβικές ανησυχίες, το ξύπνημα της σάρκας, την απελευθερωτική ανάγκη της γυναίκας.

Το λιτό σκηνικό, αν και δίχως φαντασία -ένα τραπέζι και γύρω του στοίβες από σακούλες σκουπιδιών- συμβολίζει το προφανές: τα όνειρα των περιθωριακών ανθρώπων βουλιάζουν εν τέλει στα απορρίμματα που αποτελούν τον περίγυρό τους. Μήπως, όμως, στη βάρβαρη εποχή μας η ματαιότητα των ονείρων δεν έχει ταξική καταγωγή;  

Ελένη Πετάση - [email protected]