«Ο Βασιλιάς Ληρ»: κριτική θεάτρου
Η Ιωάννα Κλεφτόγιαννη γράφει κριτική για την παράσταση «Ο Βασιλιάς Ληρ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ που παρουσιάζεται στην Πειραιώς 260 σε σκηνοθεσία του Σλοβένου Τομάζ Παντούρ.
Ο «Βασιλιάς Ληρ» του «σκοτεινού» Σλοβένου εικονοκλάστη Τομάζ Παντούρ, με τον Γιώργο Κιμούλη στον ρόλο –ογκόλιθο, ξαναδιαβάζει και σχολιάζει με τρόπο αδιαπραγμάτευτο, σαν να παραδίδει μάθημα, το πρωτότυπο κείμενο , μετατρέποντάς το σε ένα συναρπαστικό εικαστικά σύμπαν, με αιχμηρές μεταλλικές «γωνίες» (από τα ξιφίδια αξεσουάρ στα χέρια της Ρέιγκαν Στεφανίας Γουλιώτη, μέχρι τους φωτισμούς και τις ψυχρολουσίες των ηρώων).
Μοναδική εξαίρεση στο γεμάτο αιχμές αποπνικτικό σύμπαν που στήνει με τόλμη ο Παντούρ είναι η πληθωρική φιγούρα του τρελού (αποκάλυψη στο ρόλο ο Αργύρης Πανταζάρας). Άλλοτε είναι ένας αλλόκοτος κομπέρ, άλλοτε μία γκροτέσκα αλμοδοβαρική καμπαρετζίδικη φιγούρα που χορεύει και τραγουδά σαν punk φρικιό (κάποιες στιγμές ανακαλώντας και τους Tiger Lillies), βγάζοντας τη γλώσσα με αγριότητα στο κοινό και στην ανθρώπινη τραγωδία.Δεν είναι οι μοναδικές «άγριες» παραβάσεις τού αιρετικού Παντούρ.
Mαζί με την μόνιμη δραματουργό του, δόμησαν την τραγωδία εκ νέου, σε μια ελεύθερη αλλά εξαιρετικά πιστή διασκευή που εξαφανίζει και «συμπυκνώνει» ρόλους, βάζοντας σε κάδρο τις σκηνές με έναν υπέρτιτλο (Έκλειψη, Δέρμα, Είμαι ένα τίποτα, Αλαζονεία, Λογική κ.ά.). Η μείξη των ρόλων δεν είναι ζημιογόνος. Οι γαμπροί του Ληρ γίνονται ένα σώμα και μια φωνή με τον τρελό κομπέρ Πανταζάρα . Μια δραστική λύση που λειτουργεί θαυμάσια.
Η παραμυθένια (παρόλη τη σκοτείνια της) έναρξη τιτλοφορείται «Μια φορά και ένα καιρό» (οι λέξεις τίτλοι προβάλλουν στην πλάτη της πελώριας βιομηχανικής σκηνής ). Ο Ληρ σε αυτή την εκτός σεξπιρικού κειμένου έναρξη εμφανίζεται με τις τρεις ανήλικες κόρες του -τρια χαριτωμένα και ντυμένα με κρινολίνα κοριτσάκια, τα οποία επανεμφανίζονται σε όλη την παράσταση, με υπερρεαλιστικό τρόπο, ακόμη και συνοδεύοντας τις ενηλικιωμένες τρεις αδελφές και κόρες του βασιλιά -, αφηγούμενος σε fast forward την ιστορία του. Με μια μεγάλη αυθαιρεσία: η κατακλείδα είναι happy end. Ειρωνική η έναρξη του Παντούρ, αν και παντελώς άχρηστη.
Πάνω σε μια τεράστια πασαρέλα με πολυθρόνες, στις οποίες κάθονται όταν δεν κινούνται οι ερμηνευτές εξελίσσεται στη συνέχεια μια ροκ παράσταση με πολύ γυμνό, πολύ νερό, πολύ βίντεο (πίσω από τη σκηνή και δίπλα από τους τίτλους «τρέχουν» συχνά τα βίντεο από ιστορικά ντοκουμέντα αναμεμειγμένα με στιγμιότυπα από το ειδικά κατασκευασμένο βασιλικό παρελθόν του Ληρ Κιμούλη).
Μέσα ή πάνω στο τεράστιο νάυλον που καλύπτει από ένα σημείο και μετά τη σκηνή, μεταμορφώνοντάς την σε μια θάλασσα φουρτουνιασμένη, περπατούν ή εξαφανίζονται οι ήρωες. Όταν κινούνται μέσα στην κοιλιά του νάυλον «κήτους» είναι σκιές απόκοσμες , οι αναμνήσεις του Ληρ. Ο Παντούρ έχει δηλώσει ότι το θέατρό του αναζητά την άλλη πλευρά του ορατού, αποδίδοντας μονολόγους που δεν γράφτηκαν και διαλόγους που δεν μιλήθηκαν.
Πράγματι. Είναι στιγμές στην προβοκατόρικη συμβολιστική παράσταση που ερμηνεύει ψυχαναλυτικά τους χαρακτήρες που βουτάς στον ψυχισμό των χαρακτήρων.
Ο Ληρ του Κιμούλη είναι πειστικός. Υπάρχουν σκηνές που γίνεται συνταρακτικός. Ένα γυμνό σαρκίο που αποδίδει την ανθρώπινη ματαιότητα και θνητότητα. (όπως σε αυτή που ολόγυμνος διατρέχει το λυσσασμένο νάυλον κύμα).
Από τις τρεις κόρες , για την ωριμότητα των τεχνικών οργάνων της ξεχωρίζει η Στεφανία Γουλιώτη. Πολύ καλή η Κόρα Καρβούνη και πειστικοί ως Κορντέλια η Πηνελόπη Τσιλίκα και ως Εντγκαρντ ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος. Στέρεος ο Γκλόστερ -Γιώργος Γάλλος. Ο Εντμοντ του Χάρη Τζωρτζάκη καλώς οδηγήθηκε σε μια ακραία σωματικότητα.
Ιωάννα Κλεφτόγιαννη