«Ο Βασιλιάς Ληρ»: κριτική θεάτρου
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Ο Βασιλιάς Ληρ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ που παρουσιάστηκε στην Πειραιώς 260 σε σκηνοθεσία του Σλοβένου Τομάζ Παντούρ.
Αν κάτι μπορούμε να κρατήσουμε από την παράσταση του εμβληματικού σαιξπηρικού έργου που ανέβασε ο Τομάζ Παντούρ είναι η καθηλωτική (αυθαίρετη) εναρκτήρια σκηνή, όπου ο βασιλιάς Ληρ, περιτριγυρισμένος από τρία πανέμορφα κοριτσάκια, που ενδυματολογικά παραπέμπουν σε πίνακα του Ντιέγο Βελάσκεθ (μνήμη από τις κόρες του όταν ήταν μικρές), ξεχειλίζει από ευτυχία. Στη συνέχεια, όμως, όχι μόνο οι ψευδαισθήσεις του διαλύονται, καθώς οι αθώες παιδίσκες «μεγαλώνουν» και δύο απ’ αυτές (εκτός από την Κορδέλια), εκφράζοντας ψεύτικα λόγια αγάπης για να αποσπάσουν την εξουσία του, αποδεικνύονται απίστευτα αχάριστες, αλλά και η άνευρη σκηνοθεσία εξατμίζει τις όποιες δικές μας προσδοκίες.
Η εντυπωσιακή εικονοποιία που αποτελεί το στίγμα του Σλοβένου δημιουργού -αν και όχι πάντα πρωτότυπη (για παράδειγμα, έχουμε ξαναδεί πλαστικές επιφάνειες που φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν εν είδει φουρτουνιασμένης θάλασσας ή καταιγίδας)- δεν επαρκεί για να καλύψει τις εμφανείς ατέλειες-χάσματα του διασκευασμένου από την αδελφή του κειμένου. Ούτε τα μεταμοντέρνα -ακόμα και τα πιο επιτυχημένα- μεταφορικά στοιχεία που χρησιμοποιεί για να αναπαράγει τις δράσεις του έργου δίνουν βάθος στη δραματουργική και σκηνική επεξεργασία του: γυμνός ο κακός Εντμουντ, γυμνός και ο προδομένος Ληρ, κουβάδες με νερό όπου βυθίζονται τα κεφάλια των δύο αδελφών (Εντγκαρ και Εντμουντ), συμβολίζοντας την αντιπαλότητά τους, μπουγελώματα (;), σπαθιά Ιάπωνα πολεμιστή που καρφώνονται στο έδαφος για να εκφράσουν την έκρηξη της Ρεγάνη, μήλο ως σύμβολο της γνώσης, άγριο ρούφηγμα των ματιών του Γκλόστερ, ρέον αίμα παντού στο ύφος του Ταραντίνο. Στον συνωστισμό «αμέτρητων» εφέ προστίθενται οι εξαιρετικά εκτελεσμένες μεταμορφώσεις του Αργύρη Πανταζάρα. Ο δικός του «Τρελός», όταν δεν ακολουθεί σαν σκύλος το αφεντικό του, σχολιάζει με εκφραστικότητα τα σεξουαλικά και διεστραμμένα τεκταινόμενα, αυτοϊκανοποιείται προκλητικά, γίνεται ανδρόγυνη φιγούρα σε καμπαρέ της φασιστικής Γερμανίας, τραγουδά ροκ, ξερνάει χολή και αίμα, χορεύει. Και πίσω απ’ όλα αυτά μια οθόνη εκπέμπει ιστορικά γεγονότα. Ο Γιώργος Κιμούλης προσπάθησε έντιμα να αναμετρηθεί με τον ομώνυμο ρόλο αλλά ήταν λίγες οι στιγμές που ξέφυγε από την ευκολία των υψηλών εντάσεων. Σημαντικοί ηθοποιοί (Καρβούνη, Γάλλος και με τη Γουλιώτη να ξεχωρίζει) αποδυναμώθηκαν, ενώ η Πηνελόπη Τσιλίκα υπήρξε απολύτως αδιάφορη. Θαυμάσια τα κοστούμια του Φιλίπε Ντε Λίμα.
Ελένη Πετάση - [email protected]