Κριτική για τη νέα παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου
Η Ιωάννα Κλεφτόγιαννη γράφει κριτική για τη νέα παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου με τον ευφάνταστο τίτλο «Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις.» που θα παρουσιαστεί από 22 έως 31 Μαΐου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Ένας πολτός αποφοράς, καμωμένος με τα ωμότερα κι αποκρουστικότερα υλικά της καθημερινότητάς μας είναι το θεατρικό έργο της Λένας Κιτσοπούλου «Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις». Εργο που παρουσιάζεται σε δική της σκηνοθεσία και με την ίδια παρτενέρ του Γιάννη Κότσιφα στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου (θα μεταφερθεί στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά).
Δύο φίλοι κολλημένοι στα laptop τους, στα κινητά τηλέφωνά τους και στους καταλόγους του praktiker συζητάνε για τον Παλαιοκώστα, το οξυζεναρισμένο μαλλί του Ξηρού, τον τρόπο που αφοδεύουν, το σπίτι που θέλουν να αγοράσουν. Φέτες αληθινής ρηχής καθημερινότητας, που διακόπτονται από αδικαιολόγητα αμόκ της ηρωίδας και τα εναντίον της ξεσπάσματα βίας του ήρωα.
Κι ενώ σε ένα ανάλογο ακατανόητο βίαιο επεισόδιο (το αιτιατό δεν δικαιολογείται από το αίτιο), ο ένας έχει σακατέψει τον άλλο, επανέρχονται στον καναπέ σα να μην τρέχει τίποτα. Και συνεχίζουν να φλυαρούν ανοήτως απτόητοι για όλα αυτά τα ανούσια και μικρά, με τα οποία όλοι κάπου, κάπως, κάποτε, χάσαμε πολύτιμο χρόνο απ΄ τις ζωές μας.
Υπάρχει και μια ακόμη εμβολή, πέρα απ΄ τα αμόκ της ηρωίδας, τα ξεσπάσματα βίας και το χορευτικό, αλά Bollywood, ιντερμέτζο του ήρωα. Πρόκειται για τις «εκλάμψεις» κοινωνικού σατιρικού σχολιασμού, με στόχο την αποδόμηση του εθελοντισμού και των συλλογικοτήτων («μας γαμήσανε με το υγιές και το συλλογικό», κραυγάζει η ηρωίδα).
Και ξανά απ΄ την αρχή ένας αφόρητος νέος γύρος με ανούσιες κουβέντες στον καναπέ για την τάδε συνταγή, λευκού ταραμά με μακαρόνια, για τα κουπόνια Καρφούρ για το δείνα ράφι και την παραγγελία πίτσα. Συνθήκη ασφυκτική κι αφόρητη για τον θεατή, που ωστόσο αναγνωρίζει σε σκηνές τον εαυτό του.
Και ξάφνου, σε μια στροφή στην αυτοσυνειδησία, γίνεται η μεγάλη ρωγμή κι η ηρωίδα ξεσπά: «Αχ Θεέ μου, δεν μπορώ άλλο, δεν αντέχω άλλο αυτό το πράγμα. Ολα αυτά που λέμε μου φαίνονται ανούσια». Αντί όμως να σιωπήσει ξεκινά νέο γύρο, με ρατσιστικά παραληρήματα κατά Πακιστανών και μαυροτσούκαλων γενικώς.
Στο τέλος αυτής της προκλητικής σύνθεσης ωμού ρεαλισμού με «αγγίγματα» απ΄ το παράλογο και το υπερρεαλιστικό («Νομίζω είμαι ο Χριστός», λέγεται κάποια στιγμή), οι ηθοποιοί σχολιάζουν, κοιτώντας τους θεατές, τη θέση τους και τη σχέση τους μαζί τους. «Έχει αλλάξει κανένα φως; Έχει μπει μουσική, έχει γίνει κανένα εφέ; Τίποτα», διαπιστώνουν διατρανώνοντας το θρίαμβο της σκηνικής αποστασιοποίησης .
Η Λένα Κιτσοπούλου δεν έχει φοβηθεί ως συγγραφέας ή ως δραματουργός να πετάξει προβοκατόρικα ωμές φέτες αληθινής ζωής στα μούτρα του κοινού. Δεν θέλει να ευχαριστηθεί ο θεατής της. Θέλει να ξεβολευτεί, να δυσανασχετήσει, να εξεγερθεί, εντέλει να αναστοχαστεί. Αυτή είναι η δύναμη και η παρεμβατικότητα της αλλόκοτης δραματουργίας της. Φέρνει ένα καθρέφτη μπροστά από το πρόσωπό μας κι εμείς αντικρίζουμε το αληθινό τέρας.
Υποκριτικά μαζί με τον Γιάννη Κότσιφα πλάθουν πειστικά δυο αξιολύπητα γήινα καθημερινά πλάσματα. Οι στιγμές των «ρωγμών» τους είναι οι πιο ενδιαφέρουσες.
Ιωάννα Κλεφτόγιαννη