Είδαμε την παράσταση «Ο Άρντεν πρέπει να πεθάνει» στο Φεστιβάλ Αθηνών
Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Ο Άρντεν πρέπει να πεθάνει» που παρουσιάζεται στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων σε σκηνοθεσία Χάρη Φραγκούλη, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών.
Το Φεστιβάλ Αθηνών 2015 είναι πλέον γεγονός και από το πρόγραμμα των πρώτων ημερών ξεχωρίζει η παράσταση «Ο Άρντεν πρέπει να πεθάνει» που παρουσιάζεται στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής σε σκηνοθεσία Χάρη Φραγκούλη. Πρόκειται για ένα έργο αγνώστου συγγραφέα που τοποθετείται χρονικά στο 1592. Το έγραψε ο Σαίξπηρ; Ο Μάρλοου; Ο Τόμας Κυντ; Όλοι μαζί ή κάποιος άλλος του οποίου το όνομα δεν έγινε ποτέ γνωστό στους καλλιτεχνικούς κύκλους; Αυτό είναι κάτι που δε θα μάθουμε ποτέ, το βέβαιο είναι πάντως ότι μιλάμε για ένα έργο που έχει αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του στην πορεία των αιώνων ως πρωτόλεια αστική τραγωδία.
Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στο ότι η ιστορία του βασίζεται πάνω σε αληθινά γεγονότα και πιο συγκεκριμένα στη δολοφονία του Τόμας Άρντεν, πρώην δημάρχου του Φέβερσαμ, από την άπιστη σύζυγό του Άλις και τον εραστή της. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με τη μετάβαση από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση. Από τη μια πλευρά υπάρχει το σκοτάδι που φεύγει και από την άλλη το φως που έρχεται, για μια στιγμή όμως μπλέκουν μαζί και οι έννοιες του καλού και του κακού, του έρωτα και του θανάτου, του εγκλήματος και της τιμωρίας γίνονται ένα. Γιατί πάνω απ’ όλα «Ο Αρντέν πρέπει να πεθάνει» είναι ένα γκροτέσκο ελισαβετιανό παραμύθι.
Ο Χάρης Φραγκούλης στην τέταρτη σκηνοθετική του απόπειρα (και πρώτη για το Φεστιβάλ Αθηνών) ξεκινά την ανάγνωση του έργου από τους χαρακτήρες. Παρατηρεί τις μεγάλες αποστάσεις και τις απότομες εξάρσεις στις συναισθηματικές τους διακυμάνσεις και τους αντιμετωπίζει ως έμψυχες μαριονέτες. Για αυτό το λόγο μετατρέπει το σκηνικό χώρο σε ένα πολύχρωμο καρουζέλ με δύο κύκλους. Ο ένας εκπροσωπεί την εποχή που φεύγει και ο άλλος αυτή που έρχεται. Μέσα σε αυτούς τους κύκλους συντηρείται ένα κουκλοθέατρο που αδυνατεί να πάρει απόφαση αν θα πάει μπροστά ή πίσω.
Ο σκηνικός χώρος που έστησαν ο Αργύρης Πανταζάρας και η Λουκία Χουλιάρα εντυπωσιάζει με την πρωτοτυπία του. Ο Χάρης Φραγκούλης δεν ήταν φειδωλός ως προς το μπάτζετ που διέθεσε και το καρουζέλ-κουκλοθέατρο κεντρίζει το ενδιαφέρον του θεατή με το που εισέρχεται στην αίθουσα. Συν τοις άλλοις, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη δίνουν μια αληθινή αίσθηση πολυτέλειας με έμφαση στη λεπτομέρεια για τις ανάγκες της παράστασης. Και δυστυχώς οι θετικές αναφορές μας στην παράσταση σταματούν εδώ.
Οι μοντερνισμοί πάνω σε κλασικά κείμενα δεν είναι σε καμία περίπτωση κατακριτέοι. Αντιθέτως, συχνά είναι το ζητούμενο ώστε το θέατρο να κάνει βήματα μπροστά. Ωστόσο είναι σημαντικό να συμβαδίζουν πάντα με το πνεύμα του εκάστοτε έργου, φωτίζοντας κάποιες γωνίες του με μια σύγχρονη ματιά, χωρίς όμως να αλλοιώνεται η ουσία τους. Η παράσταση του Χάρη Φραγκούλη διαθέτει τα συστατικά για να τονίσει τη διαχρονική ματαιότητα των ανθρώπινων παθών που δεν μπορούν να αντιληφθούν τον κόσμο που αλλάζει γύρω τους, αντ’ αυτού το αποτέλεσμα μοιάζει περισσότερο με φθηνή σάτιρα που χρειάζεται διαρκώς να επεξηγεί τον εαυτό της.
Η μετάφραση του κειμένου είναι μοντέρνα με έναν τρόπο που είναι μάλλον περιττός. Δε χρειάζεται τον Μαζωνάκη ο Άρντεν για να σταθεί στο σήμερα, ούτε τις βωμολοχίες για να γίνουν φανερές οι ακραίες γωνίες του. Για παράδειγμα το «Mojo» που ανέβηκε φέτος στο Πόρτα ήταν μια παράσταση που στηρίχτηκε στην κακόφημη γλώσσα της, αλλά σε κανένα σημείο δεν ένιωσες να ενοχλείσαι από αυτό. Στον «Άρντεν» υπάρχουν σημεία που μοιάζουν χυδαία, ακόμη και αν είσαι ο πιο ανοιχτόμυαλος άνθρωπος σε αυτά τα ζητήματα. Με αυτό τον τρόπο δεν αξιοποιείται και η πολύ όμορφη μουσική επένδυση του Κορνήλιου Σελαμσή που θα μπορούσε πράγματι να αποτελέσει τη βάση για ένα ατμοσφαιρικό ανέβασμα. Εδώ δεν υπάρχει ούτε η ατμόσφαιρα και δε νιώθεις κανένα από τα έντονα συναισθήματα που δημιουργεί το έργο.
Ο ικανότατος θίασος έχει καταθέσει τα διαπιστευτήριά του στο παρελθόν και καταβάλλει αξιόλογες προσπάθειες μέσα στην αργκό και τα ξεφωνητά. Ξεχωρίσαμε τον Γιάννο Περλέγκα στο ρόλο του εραστή για τη διεισδυτική αίσθηση μαύρης κωμωδίας που διαθέτει και την Ηρώ Μπέζου που είναι εξαιρετικά πειστική σε δύο εντελώς κόντρα ρόλους διαφορετικών καταβολών και φύλου. Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης είναι μονίμως «εκεί» ως Άρντεν και είναι αξιοπρεπής μεταφέροντας την αφελή και ράθυμη ηθική του κεντρικού χαρακτήρα, η Μαρία Πανουργιά παρουσιάζει στοιχεία της απόγνωσης που έχει κυριεύσει την άπιστη σύζυγο όταν δε χρειάζεται να φωνάζει και ο Θάνος Τοκάκης σίγουρα είναι πολύ καλός στην κωμωδία, δεν τον βοηθά ωστόσο ιδιαίτερα η γεμάτη εύκολες ακρότητες απόδοση του χαρακτήρα του. Οι πληρωμένοι δολοφόνοι των Γιάννη Παπαδόπουλου και Νικόλα Χανακούλα (υποδύεται τον Shakebag που έχει μεταφραστεί ως… Χανακούλας) είναι το πιο ζόρικο κομμάτι στην απόδοση των χαρακτήρων και εξελίσσεται σε ένα από τα προβληματικά σημεία της παράστασης. Οι ερμηνείες των δύο ηθοποιών είναι διασκεδαστικά καρτουνίστικες, χάνονται πάντως μέσα στους νεωτερισμούς.
Αν έπρεπε να συνοψίσουμε όλα τα παραπάνω, θα λέγαμε ότι το κύριο πρόβλημα της παράστασης είναι ότι θαρρείς πως οι ηθοποιοί κάνουν μεταξύ τους την πλάκα τους και σίγουρα περνούν καλά, αυτό όμως δε βγαίνει σε μεγάλες δόσεις έξω από το καρουζέλ και χάνεται η επικοινωνία με το κοινό. Ο Χάρης Φραγκούλης δε διστάζει να τολμήσει καινούρια πράγματα και στις προηγούμενες σκηνοθεσίες του έχει παρουσιάσει ενδιαφέροντα στοιχεία ως δημιουργός και έχει αποδείξει ότι σέβεται το θεατή προσπαθώντας να του δώσει κάτι όμορφο με προσεγμένη αισθητική. Έτσι και εδώ, το εικαστικό κομμάτι του «Αρντέν» είναι σίγουρα αξιομνημόνευτο και για αυτό το λόγο ακόμη και αν αποτυγχάνει σε αρκετά σημεία, τουλάχιστον το κάνει με ενδιαφέρον.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]