«Στην άκρη του βατήρα»: κριτική θεάτρου
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Στην άκρη του βατήρα» που παρουσιάστηκε στο θέατρο «Μπαγκλαντές».
Στην οδό Χαλκοκονδύλη το ημίφως σε τρομάζει. Ακούς διάφορες ξένες γλώσσες και μουσικές να έρχονται από το πουθενά, μυρίζεις ανατολίτικα φαγητά, διακρίνεις απροσδιόριστες μορφές και, ενώ στο απέναντι πεζοδρόμιο κάποιοι καβγαδίζουν, απεγνωσμένα ψάχνεις να βρεις το θέατρο «Μπαγκλαντές» στον αριθμό 35. Δεν υπάρχει ούτε μια ταμπέλα που να προσδιορίζει τον εναλλακτικό αυτόν χώρο στον οποίο με αυταπάρνηση φιλοξενούνται καλλιτέχνες προσφέροντας ελεύθερη είσοδο στο κοινό με προαιρετική οικονομική συνεισφορά. Η νύχτα είναι ζεστή και μια ομάδα νεαρών παιδιών συνωστίζεται έξω από την πλαϊνή πόρτα μιας πολυκατοικίας. Εκεί, κατεβαίνοντας τα πέτρινα σκαλιά μιας απότομης σκάλας, βρίσκεσαι σε ένα κρύο υπόγειο όπου πραγματοποιείται η χοροθεατρική περφόρμανς της Μαρίας Γοργία «Στην άκρη του βατήρα». Εμπνευσμένη (;) από τη φράση του Μπέκετ «Είσαι όρθια στην άκρη του βατήρα... Μη φοβάσαι, πήδα...» και χρησιμοποιώντας κείμενα του εν λόγω σημαντικού δραματουργού, αλλά και του Χάινερ Μίλερ, της χορογράφου και των ερμηνευτών, η παράσταση συμπορεύεται αρμονικά τόσο με τον τίτλο της όσο και με το περιβάλλον που την περικλείει.
Οχι, δεν μας προτρέπει να πηδήσουμε στο κενό. Ούτε ο παραληρηματικός μονόλογος μιας γυναίκας σε κρίση, στο πρόσωπο της οποίας καθρεφτίζονται διαφορετικοί χαρακτήρες, στόχο του έχει να μας καταθλίψει. Μέσα από την επώδυνη διαδρομή της με τα χιλιάδες ερωτήματα, τα αδιέξοδα, τις αντιφάσεις και την υπαρξιακή της ταλάντευση, αναζητά τον τρόπο να απαλύνει τις φοβίες της (μας). Αλλοτε με απελπισία και άλλοτε με χιούμορ, η Μαρία Γοργία «εξομολογείται» τις αγωνίες της, που ταυτόχρονα ανταποκρίνονται στις δικές μας αγωνίες έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί από τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής μας. Η Σάντα Στριμπάκου, ξυπόλυτη πάνω στο μωσαϊκό του άδειου σκηνικού χώρου, σε απόσταση αναπνοής από το κοινό, κάποτε ανάμεσά του ή και σε σχέση διαδραστική μαζί του (σαν ψυχαναλύτρια παίρνει συνέντευξη από έναν αμήχανο άντρα ή κάνει μπάνιο ζητώντας από μία κοπέλα να την πλύνει), γυμνώνει την ψυχή και το ευέλικτο σώμα της. Αν κάτι θολώνει την ουσία του εγχειρήματος είναι τα ετερόκλητα κείμενα -ιδιαίτερα του Χάινερ Μίλερ και του Μπέκετ- που η ισοπεδωτική εκφορά τους προκαλεί σύγχυση. Η εξαιρετική περφόρμερ σίγουρα εκφράζει τον πυρήνα του «έργου» με την κινησιολογική της ευρηματικότητα, παρά με τον λόγο.
Ελένη Πετάση - [email protected]