Μέσα στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Ένκε Φεζολλάρι
Από την Ανδαλουσία του Λόρκα μέχρι τα Βαλκάνια και από τον Αλμοδόβαρ μέχρι τις σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές αναφορές, μια παράσταση που μέσα από την ιδιαίτερη επιλογή του χώρου πετυχαίνει κάθε στόχο της.
«Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» είναι το τελευταίο έργο που έγραψε ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, κλείνοντας έτσι την τριλογία της «ισπανικής υπαίθρου» μετά τη «Γέρμα» και το «Ματωμένο γάμο». Αποτέλεσε προφητικό για την έλευση του δικτάτορα Φράνκο και σήμερα θεωρείται ένα από τα πιο δημοφιλή κείμενα του Ανδαλουσιανού συγγραφέα και ποιητή, έχοντας παρουσιαστεί πολλάκις στο θέατρο. Αυτό το καλοκαίρι μας απασχολεί για μια ακόμη φορά, με τον Ένκε Φεζολλάρι να το ανεβάζει στην ιδιαίτερη αυλή του Βρυσακίου, μπολιάζοντάς το με μια ανανεωτική βαλκανική αύρα.
Όλο το έργο λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα σπίτι στην Ανδαλουσία. Μετά το θάνατο του δεύτερου συζύγου της, η 60χρονη Μπερνάρντα Άλμπα κηρύσσει οκταετές πένθος και επιβάλλει εγκλεισμό στις ήδη καταπιεσμένες κόρες της: την Αγκούστια, τη Μαγκνταλένα, την Αμέλια, τη Μαρτίριο και την Αδέλα. Στο σπίτι βρίσκεται η Πόνθια, μια γυναίκα στη δούλεψη της Μπερνάρντα που απλά παρακολουθεί τις εξελίξεις δίχως να επεμβαίνει, η υπηρέτρια και η Μαρία Χοσέφα, μητέρα της Μπερνάρντα, η οποία κρατείται κλεισμένη σε ένα δωμάτιο. Οι πέντε κόρες δεν είχαν ποτέ επαφή με άνδρες, αφού σύμφωνα με την Μπερνάρντα κανείς δεν είναι άξιος να τις κοιτάξει. Η φιλάσθενη Αγκούστια, πρωτότοκη κόρη της από τον πρώτο της γάμο, κληρονομεί όλη την περιουσία της και ετοιμάζεται να παντρευτεί τον Πέπε Ρομάνο. Ο Πέπε Ρομάνο είναι όμως ερωτευμένος με τη μικρότερη και ομορφότερη Αδέλα, ενώ και η παθολογικά ζηλιάρα Μαρτίριο δηλώνει ερωτευμένη μαζί του και προτιμά να τον δει σε ένα γάμο συμφέροντος με την Αγκούστια παρά να ζει την αληθινή αγάπη με την Αδέλα. Η καταπίεση φέρνει εκ νέου το θάνατο στο σπίτι της Μπερνάρντα, ανοίγοντας ένα νέο κύκλο πένθους.
Ο Λόρκα χρησιμοποιεί μια προβληματική οικογένεια ώστε να μιλήσει για την άνοδο του φασισμού που προκύπτει μέσα από τη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Η καταπίεση φέρνει ακόμη μεγαλύτερη καταπίεση, το τραγικό τέλος αφήνει ωστόσο μια νότα ελπίδας αφού η δίψα για ελευθερία πάντα θα αποδεικνύεται ισχυρότερη και από το πιο απολυταρχικό καθεστώς και θα βρίσκει τρόπους να διαπερνά το τείχος του μίσους. Μέσα από την ανδαλουσιανή οικογένεια του 1930 ο Φεζολλάρι βλέπει μια διαβαλκανική ηθογραφία, την οποία και παρουσιάζει υπό το πρίσμα του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Και μέσα από αυτές τις γυναίκες στα πρόθυρα της νευρικής κρίσης ερχόμαστε στο σήμερα και ατενίζουμε το ζοφερό αύριο.
Καταρχάς κάθε αναφορά στη συγκεκριμένη παράσταση αρχίζει και τελειώνει από το σκηνικό χώρο. Η αυλή του Βρυσακίου έρχεται και δένει υπέροχα με τις απαιτήσεις του έργου και θαρρείς πως ταξιδεύεις στο χώρο και το χρόνο και μεταφέρεσαι στον τόπο τέλεσης των γεγονότων. Το σπίτι που θυμίζει χωριό, τα σκαλάκια, τα παραθυρόφυλλα, όλα δημιουργούν ένα απόλυτα νατουραλιστικό περιβάλλον που διαπερνά τη σχέση ηθοποιού-θεατή και σε προτρέπει να βιώσεις τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων. Ακόμη και η ζέστη που επικρατεί στο χώρο συμπίπτει με την ατμόσφαιρα του έργου. Πολύ απλά, η συγκεκριμένη αυλή στην Πλάκα εγγυάται πως κάτω από τον έναστρο αττικό ουρανό επισκέπτεσαι το αυθεντικό σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, σε κάθε διάσταση και με κάθε αίσθηση.
Εκτός όμως από την ευστοχία της επιλογής χώρου, εξόχως σημαντική είναι η προσέγγιση του Φεζολλάρι. Τοποθετεί το έργο στην Ανδαλουσία του 1936 και την ίδια στιγμή το επεκτείνει προς πάσα κατεύθυνση. Από τα Βαλκάνια και τις ορκισμένες παρθένες της Αλβανίας μέχρι τις άγριες ομορφιές της Αδριατικής και τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, η «Μπερνάρντα Άλμπα» δεν ήταν ποτέ ξανά τόσο επίκαιρη. Και μπορεί να πρόκειται για ένα δυνατό ψυχολογικό δράμα, η απόδοση είναι τέτοια που σε διασκεδάζει, σε φέρνει κοντά στο κείμενο και ακόμη και όταν η τραγωδία κορυφώνεται και νιώθεις έναν κόμπο στο λαιμό, δε βαραίνεις. Σε αυτό έχουν συμβάλλει τα μέγιστα τα κορίτσια της παράστασης. Με τις οδηγίες του Φεζολλάρι έχουν δουλέψει μεταξύ τους, έχουν βρει τις σωστές ισορροπίες μεταξύ των χαρακτήρων και αντιμετωπίζουν με ενθουσιασμό και μεράκι την παράσταση.
Η Δώρα Στυλιανέση είναι επιβλητική ως Μπερνάρντα Άλμπα, η Ελεονώρα Αντωνιάδου (Αδέλα) και η Δανάη Παπουτσή (Μαρτίριο) μεταφέρουν αριστοτεχνικά το παγιδευμένο πλην ολοκληρωτικό πάθος μέσα από ένα καθηλωτικό ταγκό που πατάει με το ένα πόδι στον έρωτα και με το άλλο στο θάνατο, η Μαρία Σκαφτούρα που έχει επιμεληθεί και την πολύ καλή σύγχρονη μετάφραση αποτελεί τη νότα ευθυμίας ως Πόνθια και συνολικά όλες οι κοπέλες (Αντιγόνη Κουλουκάκου ως Αγκούστια, Αγάπη Παπαθανασίου ως Μαγκνταλένα, Φρύνη Θετάκη ως υπηρέτρια και Ξανθή Κρανίδη ως Αμέλια) είναι αψεγάδιαστες και τα δίνουν όλα στις ερμηνείες τους. Κερασάκι στην έθνικ τούρτα η Βέφη Ρέδη ως μητέρα της Μπερνάρντα με τις καίριες παρεμβάσεις της να επισφραγίζουν τη βαλκανική νότα.
Είναι ωραίο να βλέπεις τέτοιες παραστάσεις όπου παρότι ξεκινούν ως «μικρές», μεγαλώνουν μέσα σου και εκπληρώνουν όλους τους στόχους τους και υπερβαίνουν τις προσδοκίες σου. Η «Μπερνάρντα Άλμπα» του Φεζολλάρι είναι ευέλικτη και μπορεί να ιδωθεί από πολλές οπτικές γωνίες, με το πνεύμα του έργου να διατηρείται αναλλοίωτο σε όλες τις περιπτώσεις. Είναι λες και ο χρόνος, ο χώρος και η εποχή συναινούν στην ανάδειξή της και έτσι στην καρδιά ενός δύσβατου καλοκαιριού είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε μια από τις καλύτερες παραστάσεις της χρονιάς.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]