Είδαμε τη «Βερενίκη» του Θέμελη Γλυνάτση στο Φεστιβάλ Αθηνών
Μια μοντέρνα και εντυπωσιακή σκηνική σύνθεση χωλαίνει σε ζητήματα που αφορούν την ίδια την επιλογή του έργου. Εξαιρετική η Μαρία Ναυπλιώτου ως ο κεντρικός χαρακτήρας της παράστασης.
Τη σεζόν που μας πέρασε ο Θέμελης Γλυνάτσης καθιερώθηκε ως ένας από τους πιο ενδιαφέροντες δημιουργούς της νέας γενιάς. Με την όπερα δωματίου «Cendrillion» και με το «Ρομαντισμό» στη Στέγη απέδειξε πως ξέρει να διαχειρίζεται το σκηνικό χώρο αριστοτεχνικά, εκμεταλλευόμενος κάθε γωνιά και κάθε ιδιομορφία του. Στο τέλος αναδεικνύει τη σκηνή με τέτοιον τρόπο που την αισθάνεσαι διαφορετική. Δε θα μπορούσε έτσι να λείπει από το ραντεβού με το Φεστιβάλ Αθηνών όπου φέτος επέλεξε να ανεβάσει τη «Βερενίκη» του Ρακίνα.
Ο Ρακίνας θεωρείται ένας εκ των τριών σπουδαίων θεατρικών συγγραφέων στη Γαλλία του 17ου αιώνα (οι άλλοι δύο είναι ο Μολιέρος και ο Πιέρ Κορνέιγ) και η «Βερενίκη» είναι ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του, αν και έγινε γνωστό κυρίως από τον 20ό αιώνα και έπειτα. Η πλοκή επικεντρώνεται σε ένα ερωτικό τρίγωνο στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο Τίτος έρχεται στη Ρώμη για να αναλάβει την εξουσία και στο πλευρό του βρίσκεται η Βερενίκη, βασίλισσα της Παλαιστίνης. Οι δύο τους σκοπεύουν να παντρευτούν, όμως η Σύγκλητος αντιτίθεται στο γάμο. Ο βασιλιάς Αντίοχος, επίσης ερωτευμένος με τη Βερενίκη, βλέπει ξαφνικά τις ελπίδες του να αναπτερώνονται.
Η «Βερενίκη» είναι η πιο λιτή τραγωδία του Ρακίνα (χαρακτηρίζεται τραγωδία δωματίου) και ταυτόχρονα από τις πιο περιεκτικές. Χαρακτηρίζεται από «μεγαλειώδη θλίψη», ανατέμνοντας το αδύνατο του έρωτα. Πίσω από τα παιχνίδια εξουσίας και τις κλειστές πόρτες, υπάρχουν βασανισμένες ψυχές και ανεκπλήρωτα πάθη. Ο Τίτος και ο Αντίοχος δηλώνουν παράφορα ερωτευμένοι με τη Βερενίκη, σταδιακά συνειδητοποιούν ωστόσο πως η πιθανότητα να καταλήξουν μαζί της ανήκει στη σφαίρα του ονειρικού. Και πέρα από τις ανομολόγητες επιθυμίες τους, υπάρχει η ίδια η Βερενίκη, ένα σκοτεινό αντικείμενο του πόθου που παρόλα αυτά είναι υποκείμενο με ξεχωριστή βούληση και που για αυτό στο τέλος παίρνει την απόφαση να φύγει μακριά και από τους δύο μνηστήρες, διεκδικώντας έτσι την ανεξαρτησία της ως γυναίκα και ως άνθρωπος.
Το συγκεκριμένο ανέβασμα έχει το δύσκολο έργο να διαχειριστεί τον αχανή χώρο του κτιρίου Δ της Πειραιώς 260 και όσον αφορά την ατμόσφαιρα που δημιουργεί (με τη συνδρομή και της ηχούς των μικροφώνων), τα καταφέρνει περίφημα να σε βάλει στο κλίμα. Ο Γλυνάτσης εκμεταλλεύεται τη σκηνή από τη μια άκρη ως την άλλη και από το μπροστινό της μέρος μέχρι το βάθος και ακόμη και αν η μουσική επένδυση δε διαθέτει τόσο κεντρικό ρόλο όσο άλλες παραστάσεις του, υπάρχει μια μουσικότητα στη ροή που σε κάνει να το παραβλέπεις. Ίσως για αυτό ευθύνεται ο δεκαπεντασύλλαβος στη ρηξικέλευθη μετάφραση του Στρατή Πασχάλη. Σίγουρα το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της παράστασης, απαιτεί την πλήρη αφοσίωση του θεατή και σε πετάει εκτός κλίματος αν δεν καταφέρεις να το συνηθίσεις.
Οι υπαινικτικοί φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου και η διακριτική υπόκωφη μουσική επένδυση των Silent Move δημιουργούν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο ο Γλυνάτσης δομεί ένα ασφυκτικό περιβάλλον που δε δίνει έμφαση μόνο στο τραγικό ερωτικό τρίγωνο, μα κάνει άνοιγμα στην ακόλαστη Ρώμη και τις ραδιουργίες που λαμβάνουν χώρα μακριά από τα μάτια του κόσμου. Μέσα από ράθυμες και επαναληπτικές κινήσεις τονίζεται ο εκμαυλισμός των ηθών, με τον έρωτα να είναι εκ προοιμίου καταδικασμένος. Όλα ωραία ως εδώ. Το πρόβλημα ωστόσο εντοπίζεται στο ίδιο το έργο. Με την πάροδο των χρόνων έχει απολέσει την όποια ταύτιση θα μπορούσε να διαθέτει με το τώρα και ο λόγος που η δημοφιλία του έχει αυξηθεί με τα χρόνια, μάλλον οφείλεται στο ερωτικό τρίγωνο και παρά σε οποιοδήποτε άλλο κομμάτι που μπορεί να εστιάζει. Αν λοιπόν χάνεται η επαφή με το κοινό, αυτό δε συμβαίνει για τον δεκαπεντασύλλαβο όσο για την έλλειψη ενδιαφέροντος για την ίδια την ιστορία.
Ο θίασος της παράστασης είναι εξαιρετικός. Πραγματικά εξαιρετικός. Και όλες οι ερμηνείες είναι υψηλοτάτων προδιαγραφών. Καταρχάς η Μαρία Ναυπλιώτου ακτινοβολεί. Παίρνει το ρόλο της Βερενίκης, τον φέρνει στα μέτρα της και βιώνει την κάθε της λέξη, και το ίδιο κι ο θεατής μαζί της. Ο Νέστορας Κοψιδάς πετυχαίνει μια δυναμική, σωματική ερμηνεία ως Τίτος και ο Ιερώνυμος Καλετσάνος λειτουργεί σαν αντίβαρο με την ήπια, ασκητική παρουσία του ως Αντίοχος. Από το υπόλοιπο καστ ξεχωρίσαμε το μαύρο χιούμορ του Σωτήρη Τσακομίδη ως Arsace και τη γεμάτη λαγνεία Phénice της Αλεξάνδρας Ντεληθέου. Οι Θανάσης Δόβρης και Κλήμης Εμπέογλου υπηρέτησαν πιστά τις απαιτήσεις της παράστασης. Η μεσόφωνος Αναστασία Κότσαλη και ο τενόρος Χρήστος Κεχρής δεν είχαν κάποιο αντίκτυπο, παρά τις εξαιρετικές ερμηνευτικές τους ικανότητες. Τα κοστούμια της Ελευθερίας Αράπογλου είναι σίγουρα εντυπωσιακά, αμφιλεγόμενα πάντως ως προς το πόσο ακολουθούν το έργο ή σχηματίζουν δική τους διαδρομή.
Παρά λοιπόν τις -υπέρ του δέοντος- φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών, καθώς προχωράει η παράσταση και θεωρητικά τα πάθη φουντώνουν, τόσο χάνεται το ενδιαφέρον για την ιστορία. Πέρα από την εντυπωσιακή σκηνική σύνθεση, η υπόθεση χάνεται μπροστά στα μάτια σου καθώς την παρακολουθείς.
Είναι η τρίτη φορά που η «Βερενίκη» του Ρακίνα παρουσιάζεται στο ελληνικό κοινό και ίσως αυτό ευθύνεται στο ότι είναι δύσκολο να δημιουργηθούν συσχετισμοί με την εκάστοτε επικαιρότητα. Φυσικά δε χρειάζεται κάθε έργο να βρίθει από νοήματα σε δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις, όταν όμως μια παράσταση λειτουργεί χάρη στο αδιέξοδο σκοτάδι και δεν αφήνει χαραμάδες αισιοδοξίας, χρειάζεται ένα στιβαρό και πολύπλευρο περιεχόμενο ώστε να κοινωνήσει τα έντονα συναισθήματά της στο κοινό. Ο Θέμελης Γλυνάτσης έχει τελειοποιήσει πάντως ζητήματα αισθητικής και καθώς φαίνεται οι επιλογές του να διαφέρουν από τα τετριμμένα, θα επανέλθει δριμύτερος.
Γιάννης Μόσχος
[email protected]