Κριτική θεάτρου: «Δύο Θεοί» στο Studio Μαυρομιχάλη

kritiki-theatrou-duo-theoi-sto-studio-mauromixali

Οι Φώτης Μακρής, Διονύσης Μανουσάκης και Γιώργος Νινιός βρήκαν το μέτρο στο δεύτερο μέρος της παράστασης.

ΔΕΥΤΕΡΑ, 10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2011

Η Ελένη Πετάση μας μεταφέρει τις εντυπώσεις της από την παράσταση «Δύο Θεοί» που παρουσιάζεται στο Studio Μαυρομιχάλη.

Συμφιλιωμένοι με τη χρεοκοπία ενός κόσμου που αντιμετωπίζει πυρηνική καταστροφή, οι «Δύο Θεοί» του Λένου Χρηστίδη αποφασίζουν να συνθέσουν εξαρχής την Ιστορία της ανθρωπότητας, να την καταγράψουν σε μια δισκέτα και να τη θάψουν στη γη, έτσι ώστε να τη βρουν οι επόμενες (επιζήσασες) γενιές.

Με αυτόν τον τρόπο, ο Πάτρικ και ο Μιγκέλ, έγκλειστοι επί μία εικοσαετία σε ένα άσυλο απεξάρτησης εθισμών -στην προκειμένη περίπτωση από την αρρωστημένη εμμονή τους στη χρήση του κομπιούτερ-, δίνουν νόημα στη ζωή τους και, ταυτόχρονα, στοχεύουν να κατακτήσουν την αιωνιότητα.

Κρατώντας για τον εαυτό τους το ρόλο του υπέρτατου Δημιουργού που ενέπνευσε κάθε εξαιρετικό επίτευγμα του ανθρώπου και αποδίδοντας στα πρόσωπα του ιδρύματος (σύμφωνα με την επιλογή του καθενός) εμβληματικές προσωπικότητες του παρελθόντος (τον Σωκράτη, τον Κοπέρνικο, τον Νίτσε, τον Μότσαρτ, τον Παστέρ ή τον Ναπολέοντα), επιδίδονται με ζήλο στην παραχάραξη της Ιστορίας, χρησιμοποιώντας ως όργανο έναν κρυμμένο ηλεκτρονικό υπολογιστή.

Στο ενδιαφέρον, μπεκετικής υφής έργο του Χρηστίδη, που το 1999 τιμήθηκε με το «Βραβείο Κουν» και πρωτοπαρουσιάστηκε σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, η δράση τοποθετείται σε μια ακαθόριστη μελλοντική εποχή, όπου τα χάπια αντικαθιστούν την τροφή, η τηλεόραση είναι το μοναδικό μέσο πληροφόρησης για τα μεγάλα ζητήματα που ταλανίζουν τον κόσμο, η διαδικτυακή τεχνολογία αποτελεί εφιάλτη με σάρκα και οστά, ο εγκλεισμός σε ένα σύστημα είναι καλοδεχούμενος και η άμετρη ματαιοδοξία παραμένει σταθερός μοχλός της ανθρώπινης φύσης.

Σε αυτή την αλληγορία, που σήμερα, έντεκα χρόνια μετά τη συγγραφή της, συγγενεύει ακόμη πιο πολύ με την πραγματικότητα, οι «αλήθειες» που μας προσφέρονται καθημερινά από ζώντες «θεούς» όχι μόνο αλλοιώνουν τα γεγονότα αλλά μέσα από την κατασκευή συλλογικής μνήμης θεμελιώνουν τη διαστρεβλωμένη υπόστασή τους.

Το κείμενο του Χρηστίδη, ωστόσο, δεν αναλώνεται σε σκοτεινές υποδείξεις, δεν εμπεριέχει τον τόνο μιας ήπιας νουθεσίας, ούτε όμως και εμβαθύνει. Η παιγνιώδης γραφή του, διαθέτοντας ελλειπτικούς διαλόγους και αρκετές νησίδες μαύρου χιούμορ, δίνει έναν ανάλαφρο αέρα στην εσχατολογική του ανησυχία. Ο σαρκασμός είναι στην πρώτη γραμμή.

Κατ' επέκταση, ένα ρομπότ (η υπάλληλος του ιδρύματος κυρία Σίγμα) έχει βαθύτερα συναισθήματα από τους ανθρώπους, ο θανατηφόρος πύραυλος ονομάζεται «Love», ο δυνάστης διευθυντής εξαγοράζεται για ολίγη υστεροφημία.

Κρίμα που η θορυβώδης παράσταση του σκηνοθέτη και ηθοποιού, Φώτη Μακρή, στηρίχθηκε σε ένα, υπέρ το δέον, κλοουνίστικο ύφος, έδωσε βάρος στις συνέπειες του ιδρυματισμού και παρουσίασε τους ήρωες ως απροσάρμοστους περιθωριακούς που, ιδιαίτερα στις πρώτες σκηνές, φωνασκούν και σαχλαμαρίζουν ακατάπαυστα.

Ο ίδιος στο ρόλο του Μιγκέλ και ο Γιώργος Νινιός, ως Πάτρικ, βρήκαν το μέτρο στο δεύτερο μέρος, ενώ ο Διονύσης Μανουσάκης μεταμορφώθηκε πειστικά σε τρεις περσόνες -της κυρίας Σίγμα, του δεσποτικού διευθυντή και του φοβισμένου Τζο.

Οι μουσικές επιλογές του Νίκου Βίττη συνόδευσαν εύστοχα τις ιστορικές αναφορές του κειμένου, ενώ οι λιτές, από πλεξιγκλάς, επιφάνειες του Γιώργου Ζιάκα αντικατόπτρισαν το αντίστοιχο υλικό μέσα από το προσεγμένο βίντεο του Στέφανου Κοπανάκη.

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]