Είδαμε την «Οικογένεια Τσέντσι» της Ιόλης Ανδρεάδη
Στον ειδικά διαμορφωμένο υπόγειο χώρο του Ιδρύματος Μ. Κακογιάννης λαμβάνει χώρα μια παράσταση από νέους ανθρώπους που αξίζει την προσοχή σου.
Η ιστορία των Τσέντσι μοιάζει βγαλμένη από κάποιο γοτθικό λογοτέχνημα με νοσηρή φαντασία και όμως είναι πέρα ως πέρα αληθινή. Ασφαλώς μέσα στα χρόνια οι διηγήσεις εμπλουτίστηκαν με στοιχεία μυθοπλασίας, με τον Αρτώ να μεταφέρει τα γεγονότα υπό το δικό του πρίσμα στο θεατρικό έργο «Οι Τσέντσι», ενώ η καταγραφή των γεγονότων οφείλεται στον Σταντάλ. Πάνω σε αυτούς τους δύο πυλώνες πατά η «Οικογένεια Τσέντσι» της Ιόλης Ανδρεάδη και του Άρη Ασπρούλη, ένα έργο που γράφτηκε την άνοιξη του 2015 και αποπειράται να φέρει ένα χρονικό του 16ου αιώνα στο σήμερα.
Βρισκόμαστε στη Ρώμη του 1599. Ο Κόμης Τσέντσι είναι ο πλουσιότερος άνδρας της εποχής, με τις φήμες για το πρόσωπό του να οργιάζουν. Σύμφωνα με τις διηγήσεις οι φρικαλεότητές του δεν έχουν προηγούμενο και παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, δε δείχνει διατεθειμένος να σταματήσει. Ίσα-ίσα, ο μόνος στόχος που του έχει απομείνει είναι να τελειοποιήσει τις ορέξεις του. Ένα βροχερό βράδυ δέχεται την επίσκεψη ενός απεσταλμένου του Πάπα, ο οποίος του ζητά να παραχωρήσει στο Βατικανό το ένα τρίτο της περιουσίας του, ειδάλλως θα γίνουν γνωστά όλα τα έως τώρα εγκλήματά του.
Ο Τσέντσι δεν έχει άλλη επιλογή παρά να συνθηκολογήσει, αυτό δε θα γίνει χωρίς αντίτιμο. Σχεδιάζει λοιπόν ένα τεράστιο όργιο, κατά το οποίο θα σκοτώσει τους δύο του γιους και θα ατιμάσει τη μονάκριβη κόρη του, Βεατρίκη. Αυτή είναι που θα βαλθεί να τον πολεμήσει και αφού διαπιστώνει πως δεν μπορεί να βρει κανέναν σύμμαχο, αποφασίζει να τον δολοφονήσει. Βέβαια, κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να περάσει ατιμώρητο από την εξουσία και έτσι η τύχη της καταλήγει στο ικρίωμα.
Η παράσταση σε σύλληψη της Ιόλης Ανδρεάδη περιορίζει τους χαρακτήρες της πάνω σε μια βιτρίνα, με την επίχρυση διακόσμηση να δίνει την αίσθηση ότι παρακολουθείς τα τεκταινόμενα μέσα σε ένα κάδρο εποχής. Σαν να κλείστηκες μέσα σε κάποιο μουσείο στο οποίο τη νύχτα τα εκθέματα ζωντανεύουν και οι Τσέντσι είναι παγιδευμένοι μέσα σε αυτό τον πίνακα, καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουν κάθε βράδυ την ίδια ιστορία από την αρχή. Η λιτή σκηνογραφία της Δήμητρας Λιάκουρα είναι ένα από τα ατού, αποδεικνύοντας πως η καλαισθησία δεν είναι προνόμιο ενός μεγάλου μπάτζετ και ότι η φαντασία νέων ανθρώπων μπορεί να υπερβεί τα όποια προβλήματα.
Το κείμενο των Ανδρεάδη και Ασπρούλη διατηρεί τα χαρακτηριστικά του «Θεάτρου της Σκληρότητας» που πρόσδωσε ο Αρτώ στο αρχικό έργο και καταφέρνει να δημιουργήσει στέρεους συσχετισμούς με το σήμερα, τονίζοντας τους έντονους συμβολισμούς. Διότι η Βεατρίκη αποτελεί ένα διαχρονικό σύμβολο αντίστασης που καταπολεμά την ασύδοτη εξουσία και συνειδητοποιεί με τον χειρότερο τρόπο τη δύναμη του χρήματος, το οποίο είναι ικανό να εξαγοράσει μέχρι και την κοινή αίσθηση περί δικαίου. Αυτή η επαναστατική φύση του έργου είναι εμφανής, χωρίς να περιορίζεται πουθενά η αφήγηση της κλασικής ιστορίας.
Ακριβώς επειδή η παράσταση είναι απογυμνωμένη από περιττά στοιχεία, ο ρόλος των ηθοποιών γίνεται ακόμη πιο σημαντικός. Με ζωντάνια, περιπαικτική διάθεση και παραστατικότητα οι τρεις πρωταγωνιστές κερδίζουν το στοίχημα, ο καθένας προσθέτοντας κάτι ξεχωριστό επί σκηνής. Ο Μιλτιάδης Φιορέντζης είναι απολαυστικός ως Κόμης, πετυχαίνοντας να είναι τρομακτικός ενώ σκιαγραφεί το χαρακτήρα του με μια μαύρη «καρτουνίστικη» διάθεση. Η Μαρία Προϊστάκη καταθέτει δυναμισμό και συναίσθημα ως Βεατρίκη και το πάθος της δικαιολογεί τυχόν υπερβολές στο παίξιμό της, ενώ η Ελεάνα Καυκαλά λειτουργεί εξαίσια ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους δύο σε ρόλο Μπαλαντέρ.
Η «Οικογένεια Τσέντσι» διαθέτει φρέσκια και νεανική ματιά και εμβαθύνει στην ιστορία με την οποία καταπιάνεται δίχως να την καθιστά δύστροπη προς το κοινό που θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή μαζί της. Και κάπως έτσι ενώ βρίσκεσαι σε ένα υπόγειο γκαράζ μπροστά από μια άδεια σκηνή, ταξιδεύεις στο χώρο και το χρόνο και επιστρέφεις στο σήμερα σοφότερος.
Γιάννης Μόσχος