Κριτική θεάτρου: «Κόκκινος βράχος» του Γρηγορίου Ξενόπουλου στο Εθνικό
Η Ελένη Πετάση γράφει για την παράσταση «Κόκκινος βράχος» του Γρηγορίου Ξενόπουλου που σκηνοθέτησε η Ρούλα Πατεράκη, στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Αρωμα εποχής, με τις ιδέες και τους προβληματισμούς των αρχών του 20ου αιώνα, με αναφορές στους στοχασμούς σημαντικών πνευματικών ανθρώπων, όπως ο Παλαμάς, ο Ροίδης, ο Ψυχάρης, ο Χρηστομάνος, κ.ά. με εμβόλιμα ποιήματα, αλλά και κείμενα σατιρικά του Σουρή που λες και γράφτηκαν για να περιγράψουν πού οδήγησε στις μέρες μας ο θρίαμβος της απληστίας.
Με το μουσικό, Νίκο Πλάτανο να αποκτά δομικό ρόλο επί σκηνής συνοδεύοντας στο πιάνο τους ηθοποιούς, καθώς εκείνοι χορεύουν το δικό του βαλσάκι και παρατεταγμένοι μπροστά στο κοινό, τραγουδούν παλιά τραγούδια για την απογοήτευση του προδομένου έρωτα: «Μικρή μου Ρεζαντά» της Λόλας Βώττη, «Είναι η αγάπη χίμαιρα» του Αττίκ ή «Ετίναξε την ανθισμένη μυγδαλιά» στο οποίο τους στίχους έγραψε ο Δροσίνης εκφράζοντας τα αισθήματά του για μία χαριτωμένη εξαδέλφη του.
Ο «Κόκκινος Βράχος» στη σκηνική προσαρμογή της Ρούλας Πατεράκη (με τη συνεργασία του Α. Βλουτή), πέρα από το ομώνυμη νουβέλα του Ξενόπουλου και τη θεατρική διασκευή με τίτλο «Φωτεινή Σάντρη», που ο ίδιος εκπόνησε για χάρη της Κυβέλης, αντλεί χρήσιμα υλικά από την αυτοβιογραφία του («Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα») αλλά και διανθίζεται από ποικίλα ερεθίσματα που ενεργοποιούν το ενδιαφέρον μας.
Σαν αποτέλεσμα ένας ολόκληρος πνευματικός κόσμος ξεδιπλώνεται μπροστά μας και παρότι εκμαιεύει μια αίσθηση νοσταλγίας - τόσο αναγκαία για τη σύγχρονη οδυνηρή συγκυρία - η παράσταση φροντίζει να αποφύγει το σκόπελο του ρετρό, με την έννοια μιας εφησυχαστικής φυγής από την πραγματικότητα.
Ας μην ξεχνάμε πως ο Ζακυνθινός συγγραφέας ούτε στιγμή δεν κατρακύλησε στο γλυκερό, μονοδιάστατο ρομαντισμό, την ειδυλλιακή ηθογραφία και τον ακραίο νατουραλισμό του καιρού του.
Ανοίγοντας - από τους πρώτους - διάλογο με την ανανέωση της νεοελληνικής λογοτεχνίας και του θεάτρου αφομοίωσε την τεχνική του γαλλικού ρεαλισμού και στοιχεία της ιψενικής δραματουργίας για να οικοδομήσει μια αστική κοινωνική τοιχογραφία που αντικατόπτριζε τη ζωή του νησιού του. Και δεν ήταν λίγοι αυτοί που επαίνεσαν την αφηγηματική του ευχέρεια, την παρατηρητικότητα, τη λεπτομερή ψυχογραφική προσέγγιση των ηρώων (και ιδιαίτερα των ηρωίδων του), τη θεατρικότητα της γραφής και τη ζωντανή γλώσσα του.
Ο Κάρολος Κουν, για παράδειγμα, πίστευε ότι ήταν «ο πιο δεξιοτέχνης από τους Νεοέλληνες θεατρικούς συγγραφείς». Από την άλλη πλευρά υπήρξαν οι επικριτές του που αντιμετώπισαν με δυσπιστία την πληθωρική παραγωγή του θεωρώντας ότι έκανε «εκπτώσεις» ως προς την ποιότητα. Ακόμα και ο Φώτος Πολίτης τον είχε χαρακτηρίσει «επίσημο κουτσομπόλη της κοινωνίας του». Σίγουρα δεν τον ενδιέφερε η «υψηλή τέχνη» με τη στενή έννοια του όρου και συχνά συνέπλευσε με τα κελεύσματα του κοινού.
Αλλά το θέατρο του Γ. Ξενόπουλου έβαλε τα θεμέλια για τους κατοπινούς θεατράνθρωπους και απέδειξε πως, με την κατάλληλη μεταχείριση, μπορεί να αντέξει στο χρόνο - πάρτε για παράδειγμα τη «Στέλλα Βιολάντη» και τη «Φωτεινή Σάντρη».
Ο ίδιος έλεγε: «Κάποτε ο Σπύρος Μελάς παρομοίωσε τα έργα μου με τα πρώτα σπιτάκια που χτίζει κανείς σε μια ερημιά για να γίνει με τον καιρό πόλη. Δεν ξέρω αν έχτισα στην ερημιά, δεν ξέρω αν τα έργα μου είναι όλα «σπιτάκια» ή αν ανάμεσα τους βρίσκονται και μερικά σπίτια μεγάλα. Ξέρω μόνο πως εργάστηκα όσο κανένας άλλος σύγχρονος μου και έτσι αν χτιστούν καμιά μέρα παλάτια, οι χτίστες κάτι θα χρωστούν σε μένα».
Στον «Κόκκινο βράχο» η Ρούλα Πατεράκη προσεγγίζει την απελπισμένη ερωτική ιστορία της Φωτεινής Σάντρη σαν μια φινετσάτη χορογραφία με «ανάλαφρους» τόνους και θαυμάσιους ρυθμούς, δίνοντας ειδικό βάρος στη λεπτομερή σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Και το πετυχαίνει με τη συμβολή ενός γερού επιτελείου ηθοποιών.
Η Γιούλικα Σκαφιδά παραδίδει μια φλέγουσα ερμηνεία, χρωματίζοντας με αξιοσημείωτο μέτρο τα έντονα συναισθήματα της επώνυμης ηρωίδας που παλινωδούν ανάμεσα στην αθωότητα και την ενοχή, την ευτυχία και τον εφιάλτη. Ο Θανάσης Ευθυμιάδης (Άγγελος Μαρίνης) είναι αποτελεσματικός στο ρόλο του Αθηναίου εξαδέλφου που εμπνέει το καταστροφικό της πάθος, αλλά απομακρύνεται από το ύφος της παράστασης καταφεύγοντας σε ένα ρεαλιστικό παίξιμο.
Ο νέος ηθοποιός Αργύρης Πανταζάρας (Μίμης), που υποδύεται τον ανήσυχο αδελφό της, έχει ενδιαφέρουσα σκηνική παρουσία. Η Θέμις Μπαζάκα σχεδιάζει τη μητριαρχική κυρία Σάντρη με καθαρές γραμμές και αφοπλιστική αμεσότητα. Αντίθετα η Ιωάννα Παππά (Γιούλια Βρονκίνη ) αντιμετωπίζει την ανέμελη «αιμομίκτρια» με μια ουδετερότητα που προβληματίζει.
Ο πάντα καίριος Κοσμάς Φοντούκης (Κοσμάς Αλιμπράντε), συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο τότε και το τώρα, προσφέρει μια ξεχωριστή νότα στην εξέλιξη της δράσης. Μαζί με τον Θέμη Πάνου (κύριος Σάντρης) και τον Δημήτρη Μοθωναίο (Τ. Βρονκίνης) δημιουργούν μια τσεχοφική ατμόσφαιρα. Έκπληξη της βραδιάς η ευρηματική παρουσία της Αμαλίας Τσεκούρα (υπηρέτρια) που αναγγέλλει «κινηματογραφικά» κάθε σκηνή, μετακινεί τα έπιπλα με χορευτικές κινήσεις και ταυτόχρονα τραγουδά με την υπέροχη φωνή της. Θαυμάσια τα σκηνικά της Εύα Νάθενα και τα κοστούμια του Αγγελου Μέντη.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ [email protected]