Κριτική θεάτρου:«Ενας μαγικός αυλός» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Η Ελένη Πετάση μας μεταφέρει τις εντυπώσεις της από την παράσταση «Ενας μαγικός αυλός» που ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, σε σκηνοθεσία του Πίτερ Μπρουκ.
Μολυσμένοι, καθώς είμαστε από τη ζαλιστική αβεβαιότητα που επικρατεί γύρω μας, βρίσκουμε μια ανέλπιστη ανακούφιση στην παραμυθένια ατμόσφαιρα του «Μαγικού αυλού», έτσι όπως μεταφέρεται στη σκηνή από τον Πίτερ Μπρουκ.
Γιατί ο σημαντικός αυτός θεατράνθρωπος παίρνει την όπερα του Βόλφανγκ Αμαντέους Μότσαρτ με το λιμπρέτο του Εμάνουελ Σικανέντερ (1791) και σε συνεργασία με το συνθέτη Φρανκ Κράβτσικ και τη συγγραφέα - σκηνοθέτη Μαρί Ελέν Ετιέν δημιουργεί τη δική του λοξή μουσικοθεατρική εκδοχή. Εξ ου και η αλλαγή του τίτλου: «Ενας μαγικός αυλός».
Ας μην ξεχνάμε ότι ο μοτσάρτειος «Μαγικός Αυλός» έχει γραφτεί με τη μορφή του γερμανικού «Singspiel», δηλαδή θεατρικού έργου με τραγούδι. Ενός έργου που ξέφυγε από την παράδοσή του, ανέβηκε ως λαϊκή όπερα στα μεγαλύτερα μουσικά θέατρα του κόσμου, θεωρήθηκε μοναδικό για την υπέροχη μουσική του αλλά και έγινε αντικείμενο χλευασμού για το «παιδαριώδες» λιμπρέτο του.
Πίσω από την ελαφρότητα του μύθου, όμως, πολλοί υποστήριξαν ότι ελλοχεύουν τα ιδεώδη του Διαφωτισμού και του Τεκτονισμού, τα σύμβολα και οι τελετουργίες που σχετίζονται με τη διαδικασία της μύησης, έννοιας πολυχρησιμοποιημένης στην Ευρώπη εκείνη την εποχή. Και, όπως επισήμανε ο Γκαίτε, «αρκεί που ο κόσμος θα απολαύσει το θέαμα, ενώ ταυτόχρονα η ύψιστη σημασία του δεν θα διαφύγει της αντίληψης των μυημένων».
Ο Μπρουκ, βέβαια, καταργεί την ορχήστρα, συρρικνώνει το μουσικό κείμενο, απομακρύνεται από τα ιδεολογήματα, εξοστρακίζει το υπερθέαμα, περιορίζει τη φλυαρία, απαλύνει το διδακτισμό, προσθέτει δικά του σχόλια. Ωστόσο, τα κοινωνικά και ηθικά μηνύματα του Μότσαρτ -συγγενή με αυτά που έφερε η Γαλλική Επανάσταση (1789) στο ευρωπαϊκό σύστημα αξιών- φτάνουν ακέραια στα αφτιά μας: ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη.
Μια ιστορία, λοιπόν, με τη δύναμη της αγάπης και της συγχώρεσης να πρυτανεύουν, τη μάχη του καλού ενάντια στο κακό να έχει αίσιο τέλος, την αρετή να νικά, ξεδιπλώνεται μπροστά μας με τον πιο απλό τρόπο.
Αρχικά, το αφαιρετικό σκηνικό αποτελείται από κατακόρυφους στύλους καλαμιών, που μετακινούνται συνεχώς, μεταμορφώνοντας το χώρο σε δάσος, φυλακή, ναό ή παίρνοντας διάφορα σχήματα, όπως ενός σταυρού από τον οποίο επιχειρεί να κρεμαστεί ο αλαφροΐσκιωτος Παπαγκένο, ο πιο αστείος ήρωας του έργου.
Ενα πιάνο υποκαθιστά την ορχήστρα και ο Φρανκ Κράβτσικ συνοδεύει επί σκηνής τους εννέα τραγουδιστές/ηθοποιούς που άδουν στα γερμανικά (όπως στο πρωτότυπο) και αναπτύσσουν πεζούς διαλόγους στα Γαλλικά. Ολοι τους ξυπόλυτοι, λιτά ντυμένοι, θεατρικά ρυθμισμένοι, επεξεργάζονται με οίστρο λεπτομέρειες, υπονοούμενα και χιουμοριστικές πινελιές.
Δεν μπορώ να κρίνω το μουσικό τους εξοπλισμό. Ομως τόσο η σύγχρονη ερμηνεία τους όσο και η σοφά υπολογισμένη κινησιολογία συμβάλλουν στη δημιουργία ενός άρτιου θεάματος που μπορεί να αφήνει ανικανοποίητους τους μουσικόφιλους (πολλές αντιρρήσεις έχουν, άλλωστε, διατυπωθεί), αλλά αναμφισβήτητα διαθέτει σκηνική φρεσκάδα και φαντασία.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]