«Σαλώμη»: Αόρατος αισθησιασμός υπόγειες υψηλές θερμοκρασίες
Ιδιοσυγκρασιακός σκηνοθέτης με ιδιαίτερο βλέμμα, ο Θέμελης Γλυνάτσης καταπιάνεται αυτή τη φορά με ένα έργο που ενθαρρύνει τις αισθητικές του αναζητήσεις και στηρίζει την σκηνική του άποψη πάνω στο «απαγορευμένο βλέμμα».
Πράγματι στη «Σαλώμη» του Όσκαρ Γουάιλντ το «βλέμμα» αποτελεί βασικό μοτίβο της, καθώς η όραση καθορίζει τον πόθο (της Σαλώμης για τον Γιοκανάαν και του Ηρώδη για τη Σαλώμη) ή την απόρριψη (του Γιοκανάαν προς τη Σαλώμη) και κατ’ επέκταση την καταστροφή: «Μην την κοιτάτε, κάτι κακό θα συμβεί» λέει χαρακτηριστικά ο ακόλουθος της Ηρωδιάδας.
Και το κακό έρχεται με την εκδικητική διεκδίκηση της ερωτευμένης Σαλώμης να ζητήσει το κομμένο κεφάλι του Προφήτη για να φιλήσει τα χείλη που την αρνήθηκαν και τη νοσηρή σεξουαλική έλξη του Ηρώδη που τον ωθεί να ικανοποιήσει την επιθυμία της. Με έναν όρο: τον χορό με τα επτά πέπλα, που επιτρέπει στη ματιά του να «γευτεί» το φιλήδονο κορμί της.
Η βιβλική ιστορία της Σαλώμης με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή ενέπνευσε λογοτέχνες όπως οι Μαλαρμέ, Φλόμπερ και Ισμάν, μουσικούς όπως ο Στράους και ο Μασνέ και ζωγράφους από τον Μορό, τον Καραβάτζιο και τον Μποτιτσέλι, από τον Πικάσο, τον Κλιμτ και τον Μουνκ ως τους Λύτρα, Παρθένη, Μπισκίνη και Φασιανό.
Ωστόσο, η τολμηρή δραματοποίηση του μύθου από τον εκπρόσωπο του αισθητισμού Όσκαρ Γουάιλντ, λοξοδρομώντας από την ιστορική αλήθεια, απαγορεύτηκε ως βέβηλη πράξη όταν πρωτοπαρουσιάστηκε (1893). Το συμβολικό δράμα παίχτηκε για πρώτη φορά το 1896 στο «Theatre de L’OEuvre», εποχή που ο συγγραφέας του ήταν φυλακισμένος με την κατηγορία της ομοφυλοφιλίας.
Με μια εικαστικά ενδιαφέρουσα, παρότι παρατεταμένη, ομοφυλοφιλική σκηνή, ανάμεσα στον νεαρό Σύρο και τον ακόλουθο της Ηρωδιάδας, ξεκινά και η εικονοκλαστική, στιλιζαρισμένη παράσταση του Γλυνάτση. Εχοντας συμπτύξει τα πολυάριθμα πρόσωπα του έργου στα απολύτως απαραίτητα και δίδοντας έμφαση στη μουσικότητα του ποιητικού λόγου (όλοι οι ηθοποιοί, εκτός από τον εκτός μέτρου Σωτήρη Τσακομίδη, ακολουθούν μια παρτιτούρα ιδιαίτερης εκφοράς του), ο νέος σκηνοθέτης δημιουργεί ένα ψυχρό τοπίο «θανάτου», όπως ψυχρό είναι το φως της σελήνης που κυριαρχεί στο έργο. Το πάθος και ο αισθησιασμός δεν είναι ορατά, και η σωματική σχέση ανύπαρκτη, όπως σε άλλες σκηνικές αναγνώσεις. Ωστόσο, υπάρχει μια υπόγεια υψηλή θερμοκρασία, που αφήνει πίσω έντονα το ίχνος της. Με την Θεοδώρα Τζήμου και τον Νέστορα Κοψιδά να ξεχωρίζουν, τον Θανάση Δόβρη και την Αλεξάνδρα Ντεληθέου να ακολουθούν, αλλά και τον Βασίλη Λιάκο, Δημήτρη Τσιγκριμάνη στους μικρότερους ρόλους, η σκηνοθεσία βρίσκει άξιους υποστηριχτές.
Από την Ελένη Πετάση
[email protected]