Οι καλύτερες παραστάσεις του 2015

theatro
ΤΕΤΑΡΤΗ, 30 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015

Η εγχώρια θεατρική παραγωγή κάνει θαύματα τον καιρό της κρίσης. Επιλέγουμε 10 παραστάσεις του 2015 που το αποδεικνύουν.

Η χρονιά που φεύγει ήταν γεμάτη για ελληνικό θέατρο. Υπήρξε μια υπερπληθώρα παραστάσεων ώστε ακόμη και αν πήγαινες σε μια διαφορετική κάθε μέρα, πάλι δε θα προλάβαινες να τις δεις όλες. Τα μέσα που υπάρχουν είναι πενιχρά, το όραμα των δημιουργών όμως βρίσκει τρόπους να λάμψει.

Στο 2015 είδαμε νέους δημιουργούς που διαθέτουν αξιοζήλευτη ωριμότητα και έμπειρους ανθρώπους του χώρου να αφουγκράζονται τη νέα εποχή και πρωτίστως είδαμε καλές παραστάσεις. Μόνο εύκολο δεν είναι να ξεχωρίσουμε 10 από αυτές, παρόλα αυτά επιλέξαμε να δοκιμάσουμε να φτιάξουμε μια λίστα και ιδού οι προτάσεις μας.

10) «Η Λίλα λέει»

των Βασίλη Μαυρογεωργίου και Μαριάννας Κάλμπαρη

Είχαμε γράψει: Η παράσταση είναι ακατάλληλη για ανηλίκους, ωστόσο αυτό οφείλεται μονάχα στο περίβλημα της ιστορίας της. Γιατί μπορεί η γλώσσα του κειμένου να είναι προκλητική, αλλά στην καρδιά του προσεγγίζει τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών του με τις πιο αγνές προθέσεις. Το ζητούμενο είναι η αθωότητα και η παραδοχή πως ακόμη και μέσα από βαλτώδεις συνθήκες όπου το βασικό ζητούμενο είναι η επιβίωση, ο έρωτας μπορεί να λειτουργήσει σαν απόδραση. Σαφώς και αυτή η διαπίστωση μπορεί να γενικευθεί και να πούμε πως το νόημα είναι ότι ακόμη και μέσα στις πιο δύσκολες καταστάσεις είναι σημαντικό να πιάνεσαι από μια ελπίδα, εδώ όμως ο έρωτας ισούται με το νόημα της ζωής για τον Σιμώ και την Λίλα και δε βρίσκουμε λόγο να αναζητήσουμε αλλού τη λύση.

9) «Ευμενίδες»

της Στεφανίας Γουλιώτη

Είχαμε γράψει: Η παράσταση δε διαθέτει ιδιαίτερες σκηνοθετικές φιλοδοξίες και αυτή είναι η μεγαλύτερη φιλοδοξία της. Η Στεφανία Γουλιώτη βρίσκεται μόνη της επί σκηνής, ερμηνεύοντας όλους τους ρόλους, σε έναν παραληρηματικό μονόλογο που διαλογίζεται με το κοινό. Η έμφαση δίνεται στις φωνές ενοχών, ανασφάλειας και φόβων του Ορέστη. Υπάρχει μια εσωτερίκευση των Ερινυών/Ευμενίδων, η οποία ταιριάζει με τις ανάγκες της σκηνικής επιλογής. Η Γουλιώτη στέκεται από την αρχή μέχρι το τέλος ατάραχη στο ίδιο σημείο σε ένα γυμνό και ουδέτερο χώρο, με μόνα μέσα το πρόσωπό της και τη φωνή της. Και με αρκετές δόσεις πειραματισμού, αποδεικνύει γιατί θεωρείται μια από τις κορυφαίες ηθοποιούς της γενιάς της.

8) «Go down, Moses»

του Ρομέο Καστελούτσι

Είχαμε γράψει: Για να ολοκληρώσει αυτή τη διαδικασία αποδόμησης, ο Καστελούτσι πηγαίνει στην αρχή των πάντων, στην «κατάβαση του ανθρώπου στο σκοτεινό σπήλαιο, την επιστροφή του στη μήτρα, εκεί όπου συλλαμβάνεται η αρχική σκηνογραφία ενός κόσμου στον οποίο είμαστε ταυτόχρονα θεατές και αντικείμενα θέασης». Μέσα από μια εικόνα που προκαλεί δέος ήδη από τη σύλληψή της και που συνοψίζει την προσωπική «Οδύσσεια του Διαστήματος» του Καστελούτσι, για να σταματήσει ο τροχός του θανάτου πρέπει να επιστρέψουμε εκεί που πραγματοποιήθηκε η αρχική συμφωνία και να ορίσουμε μια νέα πιο επωφελή και ανθρώπινη τάξη πραγμάτων. Μήπως όμως και αυτή ακριβώς δεν είναι μια άλλη εικόνα που ασφυκτιά παγιδευμένη στο αδηφάγο βλέμμα του θεατή;

7) «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα»

του Ένκε Φεζολλάρι

Είχαμε γράψει: Εκτός όμως από την ευστοχία της επιλογής χώρου, εξόχως σημαντική είναι η προσέγγιση του Φεζολλάρι. Τοποθετεί το έργο στην Ανδαλουσία του 1936 και την ίδια στιγμή το επεκτείνει προς πάσα κατεύθυνση. Από τα Βαλκάνια και τις ορκισμένες παρθένες της Αλβανίας μέχρι τις άγριες ομορφιές της Αδριατικής και τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, η «Μπερνάρντα Άλμπα» δεν ήταν ποτέ ξανά τόσο επίκαιρη. Και μπορεί να πρόκειται για ένα δυνατό ψυχολογικό δράμα, η απόδοση είναι τέτοια που σε διασκεδάζει, σε φέρνει κοντά στο κείμενο και ακόμη και όταν η τραγωδία κορυφώνεται και νιώθεις έναν κόμπο στο λαιμό, δε βαραίνεις. Σε αυτό έχουν συμβάλλει τα μέγιστα τα κορίτσια της παράστασης. Με τις οδηγίες του Φεζολλάρι έχουν δουλέψει μεταξύ τους, έχουν βρει τις σωστές ισορροπίες μεταξύ των χαρακτήρων και αντιμετωπίζουν με ενθουσιασμό και μεράκι την παράσταση.

6) «Τα παιδιά του ήλιου»

του Νίκου Μαστοράκη

Είχαμε γράψει: Εύλογα μπορεί κάποιος να περιμένει ότι θα δει κάτι βαρύ κι ασήκωτο, αλλά τελικά θα εκπλαγεί από το πόσο ευχάριστη είναι η παράσταση. Η μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου αποφεύγει ένα στριφνό ή πυκνό λόγο και διατηρεί το πνεύμα του Γκόρκι όντας ανάλαφρη αλλά ποτέ ευτελής. Κάποιος που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το θέατρο του Γκόρκι δε θα δυσκολευτεί καθόλου να αφεθεί σε αυτό και θα περάσει τέλεια, ενώ και οι γνώστες θα αγαπήσουν αυτή τη λεπτομερή μεταφορά, με το έξυπνο χιούμορ που εμπλουτίζει το έργο.

5) «Βυσσινόκηπος»

του Νίκου Καραθάνου

Είχαμε γράψει: Ο Μίκι Μάους είναι την ίδια στιγμή σύμβολο φάρσας και αθωότητας. Στα ίδια μήκη κύματος κινείται και ο «Βυσσινόκηπος», συνεπώς μπορούμε να κατανοήσουμε τους συνειρμούς που οδήγησαν τον Νίκο Καραθάνο να χρησιμοποιήσει το ποντίκι του Ντίσνεϋ στο ανέβασμά του. Και το φινάλε που δίνει δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτό που περιμένεις, είναι πάντως βαριά συναισθηματικά φορτισμένο και σε ανυψώνει σαν πούπουλο. Οι χαρακτήρες είναι εδώ, το κεντρικό νόημα επίσης, τα συναισθήματα φωτίζονται πίσω από τις γερές δόσεις κωμωδίας που πάντα υπήρχαν εκεί, οπότε πού ακριβώς είναι το κακό αν το ανέβασμα δεν είναι κλασικό; Οι καιροί αλλάζουν και ο «Βυσσινόκηπος» της Στέγης δείχνει το θέατρο που έρχεται.

4) «Ιμμάνουελ Καντ»

του Γιάννου Περλέγκα

Είχαμε γράψει: Ο «Ιμμάνουελ Καντ» του Τέχνης είναι μια παράσταση που της αξίζει να την αντιμετωπίσεις με σεβασμό και θαυμασμό. Είναι ένα έργο που ανεβαίνει για πρώτη φορά στη χώρα μας, αρκετά στριφνό και βαρύ για το μέσο θεατή και όμως μέσα από τη σκηνοθεσία αναδεικνύεται σε έναν παιάνα για το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Δεν κλείνει με διδακτισμό, μα ψιθυρίζοντάς σου καθησυχαστικά στο αυτί. Θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ευρύ κατηγορώ προς πάσα κατεύθυνση, καταλήγει ωστόσο ένα προειδοποιητικό σήμα. Ο Γιάννος Περλέγκας έθεσε ψηλά τον πήχη για την πρώτη του σκηνοθετική δουλειά αλλά τον πέρασε με χαρακτηριστική ευκολία.

3) «Παράσιτα»

του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου

Είχαμε γράψει: Τα «Παράσιτα» είναι ένα έργο σκληρό, μα στο τέλος σε αφήνει άδειο όσο και γεμάτο. Αν ψάχνετε μια θεατρική έξοδο που θα σας κάνει να ξεσκάσετε και να διασκεδάσετε μπορείτε να στραφείτε αλλού, αν όμως βλέπετε το θέατρο ως ένα σωλήνα υποδοχής και ανταλλαγής συναισθημάτων που την ίδια στιγμή καθρεφτίζει την κοινωνία και τονίζει τις προβληματικές της πτυχές χωρίς να υπολογίζει το κόστος, τότε η παράσταση στο Θέατρο του Νέου Κόσμου δε χάνεται.

Vassilis Makris
2) «Άμλετ»

του Γιάννη Χουβαρδά

Είχαμε γράψει: Ο «Άμλετ» του Χουβαρδά είναι φτιαγμένος για να διχάσει. Και αυτό όχι επειδή έχει σκοπό να προκαλέσει, μα διότι παίρνει μεγάλες πρωτοβουλίες για να χτίσει κάτι ρηξικέλευθο. Ανταλλάσσει το συναίσθημα με την ατμόσφαιρα, αυτή με τη σειρά της είναι όμως τόσο πνιγηρή που νιώθεις τα πάντα να ασφυκτιούν και να πεθαίνουν μέσα της. Όσο οι δολιοφθορές κατακτούν την εξουσία, όσο οι αμαρτίες των προηγούμενων γενιών θα παιδεύουν τις νεότερες και όσο οι άνθρωποι καλούνται να χάσουν την αγνότητά τους για να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις συνθήκες, ο «Άμλετ» θα παραμένει τρομερά επίκαιρος. Και όσο  το θέατρο θα αντλεί από την αστείρευτη πηγή των κλασικών για να μιλήσει δίχως φόβους για τα κακώς κείμενα των καιρών του, τόσο θα γεννιούνται έργα τέχνης όπως αυτός εδώ ο «Άμλετ».

1) «Φαέθων»

του Δημήτρη Καραντζά

Είχαμε γράψει: Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά είναι υποδειγματική στο σημείο που έχει κατανοήσει κάθε πτυχή του κειμένου. Οι λεπτομέρειες αποκτούν δική τους φωνή και δεν υπάρχει ούτε μια δυσαρμονία, ούτε μια λέξη ή ένας ήχος που να μην αντηχεί όπως πρέπει και ούτε ένα σημείο της σκηνής που να μένει ανεκμετάλλευτο. Στον «Κυκλισμό του Τετραγώνου» ο Καραντζάς είχε «αναμετρηθεί» με τον Δημητριάδη με έναν τρόπο που έδειχνε να ανοίγει διάλογο μαζί του και να προσπαθεί να τον κατανοήσει. Ο «Φαέθων» από την άλλη συνιστά κατάφαση. Μετά το δυνατό αλλά κάπως ασφαλές «Σλάντεκ», δοκιμάζει κάτι το οποίο δεν περιέχει μαξιλαράκι ασφαλείας σε περίπτωση αποτυχίας και θριαμβεύει πανηγυρικά. Το αποτέλεσμα είναι ακριβές και διέπεται από μια ανατριχιαστική ατμόσφαιρα που εγκαλεί το πνεύμα του Λευτέρη Βογιατζή για πρώτη φορά τόσο έντονα στο συγκεκριμένο χώρο από το θάνατό του. Και δεν πρόκειται περί υπερβολής ή κομπλιμέντου, μα για δικαίωση.

Γιάννης Μόσχος

[email protected]