Είδαμε το «Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα» των bijoux de kant
Η επιστροφή της Τάνιας Τσανακλίδου στο θέατρο αποκτά νόημα μέσα από μια παράσταση που προτάσσει τις αρετές του ελληνικού φολκλόρ.
Το θέατρο των bijoux de kant έχει αποκτήσει δική του υπόσταση στον καλλιτεχνικό χάρτη της πόλης. Οι παραστάσεις τους διαπερνούν την αίσθηση του χώρου και του χρόνου και αποτελούν κοινωνό ακραίων συναισθημάτων, δίχως κανένα φίλτρο να επηρεάζει την πρόσληψή τους από το κοινό. Η πρότασή τους είναι μοναδική στο είδος και πλήρης εικαστικά και κάθε νέα τους δουλειά είναι και ένα ξεχωριστό statement.
Η νέα παράσταση της ξεχωριστής αυτής ομάδας έχει τον τίτλο «Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα» και πρόκειται για ένα καινούριο έργο του Άκη Δήμου βασισμένο στην παραδοσιακή «Πρώτη αγάπη» του Ιωάννη Κονδυλάκη. Μεταφερόμαστε σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης στα τέλη του 19ου αιώνα για να παρακολουθήσουμε την ενηλικίωση ενός αγοριού καθώς έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπο με τις επιθυμίες του. Ο έφηβος Γιώργης ερωτεύεται λοιπόν την κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερή του Βαγγελιώ. Η μητέρα του αντιδρά σε αυτό, αλλά τη στιγμή που φαίνεται πως έχει καταφέρει να τους απομακρύνει, η Βαγγελιώ αρρωσταίνει. Τότε, ο Γιωργής στρέφεται ξανά στο πλευρό της, με καταστροφικές συνέπειες και για τους τρεις. Το τέταρτο τραγικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο ξάδελφος του Γιώργη, ο οποίος νιώθει μια σαρκική αφύπνιση για τον συγγενή του, η οποία είναι καταδικασμένη να μείνει σε καθαρά πλατωνικό επίπεδο. Ο έρωτας είναι μονόδρομος για αυτούς τους χαρακτήρες, ταυτόχρονα όμως είναι και η φυλακή τους.
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης γράφει στο σημείωμά του για την παράσταση πως εδώ σκηνοθετεί ακραία καιρικά φαινόμενα και ακριβώς αυτή είναι η εντύπωση που δίνεται ακόμη και αν δεν είχες διαβάσει τίποτα πριν την παρακολουθήσεις. Οι καταιγίδες και οι φουρτούνες βρίσκονται μέσα στους πρωταγωνιστές, με τους απόκρημνους γκρεμούς να είναι τα δικά τους ανθρώπινα όρια που υπερβαίνουν μόνο για να τσακιστούν. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί του Άκη Δήμου είναι ποιητική, μεταφέροντας το συναίσθημα που βρίσκεται στον πεζό λόγο του Κονδυλάκη μέσα από την κάθε λέξη. Αυτή η μουσικότητα που βρίσκεται στα λόγια αποτελεί και τον άξονα γύρω από τον οποίο στήνεται η παράσταση. Η Λένα Δροσάκη είναι πια αναπόσπαστο τμήμα των bijoux de kant και αν και δεν κάνει κάτι στο οποίο δεν την έχουμε ξαναδεί, είναι τέτοιος ο λυρισμός στον τρόπο που τονίζει την κάθε λέξη και τέτοια η αύρα της και η αέρινη και εύθραυστη κίνησή της που η παρουσία της επί σκηνής παραμένει μυσταγωγία δίχως μέτρο σύγκρισης και εγκλιματίζει τους συμπρωταγωνιστές της στην ατμόσφαιρα του έργου.
Βέβαια, το πρόσωπο της παράστασης είναι φυσικά η Τάνια Τσανακλίδου. Η σημαντική τραγουδίστρια επιστρέφει στο θέατρο μετά από 40 χρόνια και αυτή η κίνηση δεν είναι σημαντική μόνο για τη θεατρική Αθήνα αλλά και για την ίδια. Τη συναντάμε στο ρόλο της μάνας και η ερμηνεία της είναι αληθινά συγκινητική, υπό την έννοια ότι δε διαθέτει απλώς την εμπειρία για να υποδυθεί σωστά έναν τέτοιο χαρακτήρα, αλλά τον συγχρονίζει με τις δικά της προσωπικά βιώματα και υπάρχουν φορές που θαρρείς ότι μέσα από τα λόγια της μητέρας του Γιώργη μιλάει η ίδια για τη ζωή της. Δεν κρύβει τίποτα από το κοινό και όντας πλήρως διάφανη και αποκαλυπτική, είναι από μόνη της λόγος να παρακολουθήσει κάποιος την παράσταση.
Εξαιρετικός είναι και ο νεαρός Γιάννης Παπαδόπουλος που τον μάθαμε από την ταινία «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού» του Έκτορα Λυγίζου και ακολουθεί ένα δικό του προσωπικό μονοπάτι στα καλλιτεχνικά δρώμενα της χώρας, χωρίς να θέτει περιορισμούς στον τρόπο που διαχειρίζεται την ένταση των συναισθημάτων. Καλός και ο Νικόλας Αγγελής, ο οποίος έχει το δύσκολο έργο να απαγγείλει τα μέρη του έργου που διαθέτουν λιγότερη εικονοποιία και δεν αστοχεί. Συνδετικός κρίκος όλων των πρωταγωνιστών η μουσική επένδυση του Παντελή Σταυρακάκη, με τον ήχο της κρητικής λύρας να ταξιδεύει και το κοινό και τους ηθοποιούς.
Με το «Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα» οι bijoux de kant ανακαλύπτουν εκ νέου τις αρετές του ελληνικού φολκλόρ και αποδεικνύουν πως η έννοια του σύγχρονου δεν είναι ταυτισμένη εκ προοιμίου ούτε με ψυχρές τάσεις από το εξωτερικό και ούτε με ακροβατικούς νεωτερισμούς. Το θέατρο που προτείνουν είναι ζεστό και αθεράπευτα λυρικό και πρώτα απ’ όλα ελληνικό. Δε διστάζουν να πειραματιστούν με τη φόρμα όσο και με το ύφος και για μια ακόμη φορά και όσο διατηρούν αυτά τα στοιχεία, κάθε τους βήμα θα είναι και μια πολύ όμορφη εμπειρία που με τον καιρό μόνο μεγαλώνει μέσα σου. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να αφεθείς σε αυτή.
Γιάννης Μόσχος