Κριτική θεάτρου: «Μαμά - η ζωή είναι αγρίως απίθανη»
Σκηνή από την παράσταση «Μαμά η ζωή είναι αγρίως απίθανη»
Η Ελένη Πετάση μας μεταφέρει τις εντυπώσεις της από τις παραστάσεις «Μαμά η ζωή είναι αγρίως απίθανη» και «Η Κασσάνδρα και ο λύκος».
Η φετινή θεατρική χρονιά αποτίει φόρο τιμής στη σημαντική συγγραφέα Μαργαρίτα Καραπάνου που το 2008 εγκατέλειψε το γήινο κόσμο, αφήνοντας πίσω τις διαδρομές της ψυχής της, αποτυπωμένες στο ιδιαίτερο, βαθιά εξομολογητικό της έργο. Τρεις θίασοι εξερεύνησαν τα μονοπάτια της λογοτεχνικής της γραφής, θεατροποιώντας σπαράγματα της ζωής της μέσα από τον κοφτερό της λόγο.
Η Αντζελα Μπρούσκου με την Παρθενόπη Μπουζούρη μόλις ανέβασαν στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών μια σύνθεση που αποτελείται από το μυθιστόρημα «Μαμά» μαζί με τα ημερολόγιά της που εκδόθηκαν με τίτλο «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη». Η Γεωργία Ανδρέου μετέτρεψε το πεζογράφημα «Η Κασσάνδρα και ο λύκος» σε μονόλογο που παίζεται στον «Φούρνο».
Και ο Πέτρος Ζούλιας ετοιμάζεται να παρουσιάσει στο θέατρο «Βασιλάκου» μια παράσταση βασισμένη στο βιβλίο της Φωτεινής Τσαλίκογλου «Δε με αγαπάς, με αγαπάς» το οποίο αναφέρεται στην αλληλογραφία της Μαργαρίτας Καραπάνου με τη μητέρα της Μαργαρίτα Λυμπεράκη.
«Μαμά - η ζωή είναι αγρίως απίθανη»: «Δεν είναι ημερολόγιο είναι σαν έλικας γιατί γυρίζει συνέχεια γύρω από τον εαυτό του», είχε πει κάποτε για τα ημερολόγιά της η Μαργαρίτα Καραπάνου. Και πραγματικά οι σκέψεις που εναποθέτει μέσα σ' αυτά στροβιλίζονται σαν ουρά δηλητηριώδους φιδιού γύρω από τα δικά της βιώματα.
Mε γλώσσα άμεση, ωμή, αιχμηρή, ανατρεπτική και εν τέλει υπερβατική μάς παρασύρουν στη δίνη των προσωπικών της αναμνήσεων που, ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, ξεκινώντας από την ηλικία των 13 χρόνων, δρασκελίζουν μια εικοσαετία έντονων συναισθημάτων και αναζητήσεων. Καθώς η ευφυής συγγραφέας περιπλανιέται στο Παρίσι, την Αθήνα και την Ύδρα, ο εφηβικός ερωτισμός, η εσωτερική ανισορροπία, η ανικανοποίητη ανάγκη για μητρική αγκαλιά, οι τυραννικοί φόβοι, η υπαρξιακή αγωνία, η μετατροπή της μανιοκαταθλιπτικής διαταραχής της σε δημιουργικότητα και πάνω από όλα η ξεσκιστική σχέση αγάπης - μίσους με τη μητέρα της -ενδυναμωμένη μέσα από το μυθιστόρημα «Μαμά»- παρελαύνουν χωρίς αναστολές στην παράσταση της Αντζελας Μπρούσκου.
Μια παράσταση προσεγμένη που δεν κατορθώνει ωστόσο να μεταδώσει στον θεατή με καθαρότητα την ψυχολογική πολυπλοκότητα των ηρωίδων, καθώς η σκηνοθέτης και η Παρθενόπη Μπουζούρη, εναλλάσσοντας συνεχώς τους ρόλους μητέρας και κόρης (άλλοτε επιτυχημένα και άλλοτε όχι) και περνώντας από την αφήγηση στην αναπαράσταση, παγιδεύονται μέσα σε μια ζαλιστική, άσκοπη κινητικότητα. Κρίμα γιατί υπάρχουν στιγμές με εικόνες ευφάνταστες και ποιητικές.
Το συμβολικό εικαστικό περιβάλλον του Γκάι Στεφάνου, αν και δεν αξιοποιείται όσο θα έπρεπε, έχει ενδιαφέρον: η σκηνή γεμίζει με ανδρικές κούκλες βιτρίνας (το αρσενικό στοιχείο, εξάλλου, μοιάζει να κινείται στην περιφέρεια των εμπειριών των δύο γυναικών), μια μικρή εστία νερού παραπέμπει στη φοβιστική γοητεία που ασκούσε η θάλασσα στην Καραπάνου («η θάλασσα, τα δάκρυα και η κοιλιά της μάνας έχουν την ίδια γεύση») και παραμορφωτικοί καθρέφτες υπαινίσσονται την αλλοιωμένη δομή της μνήμης.
Το ντοκιμαντερίστικο οπτικοακουστικό υλικό που συνοδεύει τη δράση και η αντιστικτική, θαυμάσια μουσική της Μόνικα λειτουργούν συμπληρωματικά στη διαμόρφωση αυτού του εύφλεκτου ψυχικού τοπίου.
Η «Κασσάνδρα και ο λύκος»
«Η Κασσάνδρα και ο Λύκος»: Με λιτά μέσα, σκοτεινούς φωτισμούς και υπέροχη αυτοσχεδιαστική μουσική και τραγούδια που ερμηνεύονται ζωντανά από τη Νατάσσα Γιανναράκη και την Εύη Κουρτίδου, αναπτύσσεται ο δραματοποιημένος μονόλογος που σκηνοθέτησε η Γεωργία Ανδρέου, βασισμένη στο υπέροχο νευρώδες μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Καραπάνου «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος» (1978). Σ' αυτό το ταξίδι στην παιδική ηλικία η συγγραφέας ισορροπεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, στο δράμα και το μαύρο χιούμορ.
Η νέα ηθοποιός Λήδα Μανιατάκου δεν στερείται πάθους και ταλέντου. Παρασύρεται όμως από την ακατέργαστη υπερβολή της νιότης, σχηματοποιεί το λόγο (εδώ ευθύνεται η σκηνοθεσία) ή παίρνει «χολιγουντιανές» πόζες που δεν έχουν καμία σχέση με την προσωπικότητα της ηρωίδας που ενσαρκώνει (π.χ. τα πλούσια μαλλιά της καλύπτουν φιλάρεσκα και με μεγάλη συχνότητα ένα μέρος του προσώπου της).
Όμως, παρ όλες τις ενστάσεις, η παράσταση αναδεικνύει την ευαισθησία, τη σκληρότητα και τη χιουμοριστική κυνικότητα με την οποία η Καραπάνου αφηγείται -σε πρώτο πρόσωπο- την πορεία της προς την ενηλικίωση. Και δεν ξέρουμε αν πρέπει να γελάσουμε ή να λυπηθούμε καθώς, μεταξύ άλλων, την «ακούμε» να λέει, πως όταν ο θείος Χαρίλαος βρέθηκε με μια πέτρα στο λαιμό του «....Αυτοκτόνησε, φώναξαν όλοι οι κύριοι και οι κυρίες που είχαν έρθει σπίτι με τα μαύρα και τρώγανε κάτι ζαχαρωμένα φασόλια. «Κανένα καινούργιο παιχνίδι θα ναι», σκέφτηκα χαρούμενη».
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]