Είδαμε τον «Ριχάρδο Γ'» στο Σύγχρονο Θέατρο
Η Καίτη Κωνσταντίνου αναλαμβάνει τον εμβληματικό σαιξπηρικό ρόλο σε μια παράσταση που έχει να προτάξει αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία.
Δε χρειάζεται να αναφέρουμε πόσο επίκαιρος είναι ο «Ριχάρδος ο Γ’» του Σαίξπηρ. Πρόκειται για ένα έργο που γράφτηκε το 1592 και το σχόλιο που κάνει γύρω από τη φύση της εξουσίας είναι σήμερα ό,τι πιο «εδώ και τώρα» μπορεί να φανταστεί κανείς. Ίσως για αυτό να έχει την τιμητική του αυτό τον καιρό στο αθηναϊκό θέατρο. Πριν λοιπόν να προλάβουμε να «χωνέψουμε» την παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά στο Εθνικό, παρουσιάζεται ένα νέο ανέβασμα στο Σύγχρονο Θέατρο, το οποίο παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Τη σκηνοθεσία του συγκεκριμένου ανεβάσματος έχει αναλάβει ο Τάκης Τζαμαργιάς και υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για να πιαστεί κάποιος από τη συγκεκριμένη παράσταση. Πρώτο και καλύτερο, η παρουσία της Καίτης Κωνσταντίνου στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ριχάρδου. Πρόκειται για ένα πρόσωπο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως τηλεοπτικό, οφείλοντας την καριέρα της κατά κύριο λόγο στο ρόλο της Σωσώς από τη σειρά «Εγκλήματα». Και είναι τόσες οι ομοιότητες του συγκεκριμένου χαρακτήρα με τον Ριχάρδο που πραγματικά αυτή η ανατρεπτική επιλογή έχει μια πολύ ισχυρή βάση.
Από εκεί και πέρα, η διαφορετικότητα της παράστασης δεν έγκειται μονάχα στη διανομή του Ριχάρδου. Η ατμόσφαιρα του έργου γίνεται ένα μακάβριο νεο-γκοθ πάρτι, με τα σκηνικά, τη μουσική, τα κοστούμια και τη γενικότερη αισθητική να μοιάζει περισσότερο με γκοθ κλαμπ μετά τα μεσάνυχτα παρά με Σαίξπηρ. Και όμως, αυτή η ιδιαίτερη σκηνοθετική άποψη δεν είναι καθόλου εκτός τόπου και χρόνου. Το κείμενο του Σαίξπηρ είναι μια ζοφερή παραβολή πάνω στη δίψα για εξουσία και τη ματαιότητα κάθε μορφής ηθικής ή νομιμότητας. Και σε αυτό το πλαίσιο, η γοτθική ντεκαντάνς στην οποία μετατρέπεται η σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου λειτουργεί ως ταιριαστή απόληξη του «Ριχάρδου του Γ’» στο σήμερα.
Η ιστορία του έργου είναι γνωστή. Ο Ριχάρδος ο Γ’ είναι ένας πρίγκιπας που έχει προδοθεί από τη φύση. Όντας δύσμορφος, σακάτης και κουτσός, δε θα τον χαρακτήριζες σε καμία περίπτωση γαλαζοαίματο. Παρόλα αυτά, όση γοητεία του λείπει, άλλο τόσο την αναπληρώνει σε κακία. Θέλει πάση θυσία να πάρει το θρόνο και για αυτό καταστρώνει σχέδια και σκοτώνει όποιον παρεμβάλλεται ανάμεσα στο σκοπό του. Είναι ένας κόσμος τρομακτικός που όμως δημιουργεί πολλούς δυσοίωνους συσχετισμούς με τη δική μας καθημερινότητα.
Δεν μπορούμε να εγγυηθούμε πως κάποιος που περιμένει να παρακολουθήσει μια κλασική μεταφορά του σαιξπηρικού έργου θα μείνει ικανοποιημένος από αυτό που θα δει. Η μετάφραση του Κ. Καρθαίου διατηρεί την ποιητικότητα του λόγου και δεν υποκύπτει σε νεωτερισμούς, παρόλα αυτά μπορείς να παρακολουθήσεις αυτή την παράσταση μόνο όντας ανοιχτόμυαλος. Μπαίνοντας στο χώρο θα κεντρίσει την προσοχή σου μια μεγάλη νεκροκεφαλή-ντισκομπάλα που φορά ένα στέμμα. Θα σας βάλει στο κλίμα για το τι να περιμένετε και το μόνο που θα σας πετάξει έξω για ένα διάστημα είναι το διάλειμμα της παράστασης.
Η γκόθικ αισθητική σε κλασικά έργα δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί στο θέατρο και ειδικά σε σαιξπηρικά έργα. Πέρυσι κιόλας παρακολουθήσαμε μια ανάλογη ανατρεπτική μεταφορά του «Βασιλιά Ληρ» με τον Γιώργο Κιμούλη, ενώ και ο «Άμλετ» του Χουβαρδά στη Στέγη δεν πάει πίσω. Αυτός ο «Ριχάρδος ο Γ’» είναι πάντως από τις επιτυχημένες περιπτώσεις. Ο συνδυασμός των σκηνικών και κοστουμιών της Ελένης Μανωλοπούλου, των φωτισμών του Αλέκου Αναστασίου και της μουσικής του Κώστα Βόμβολου (παρά το ότι μερικές φορές επισκίαζε τα λόγια) χτίζουν ένα πολύ ενδιαφέρον πλαίσιο, μέσα στο οποίο η Καίτη Κωνσταντίνου γίνεται ο ιδανικός Ριχάρδος ώστε να εκφράσει θριαμβευτικά την κενότητα της εποχής μας. Υπάρχουν στιγμές που ακολουθεί την τηλεοπτική της μανιέρα, αλλά ως επί το πλείστον ο ρόλος μοιάζει κομμένος και ραμμένος για την ίδια και ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του. Ίσως για αυτό να μην υπάρχει χώρος για τους υπόλοιπους ηθοποιούς να κάνουν κάτι εκτός από το να στηρίξουν το ρόλο του Ριχάρδου. Ξεχωρίζει μόνο η Πηνελόπη Τσιλίκα ως Λαίδη Άννα που με τη φρεσκάδα της και την κίνησή της κερδίζει τις εντυπώσεις παρά το σχετικά μικρό της πέρασμα. Καλή αν και λίγο υπερβολική στο ξέσπασμα στο τέλος η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη ως βασίλισσα Ελισάβετ. Ο υπόλοιπος θίασος (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Θωμάς Γκαγκάς, Κωνσταντίνος Γαβαλάς, και Μιχάλης Μουλακάκης) χωρίς να είναι κακός, δίνει κυρίως «πάτημα» στην Κωνσταντίνου.
Αν δε φοβάστε να δείτε «πειραγμένα» έργα του Σαίξπηρ, τότε σίγουρα θα εκτιμήσετε αυτό τον «Ριχάρδο τον Γ’». Οι παρεμβολές που γίνονται εξυπηρετούν τον τονισμό εκείνων των στοιχείων που κάνουν πιο έντονο το συσχετισμό του έργου με το σήμερα και παρά τα όποια προβλήματα μπορεί να εμφανίζονται στην πορεία, αυτό που μένει είναι οι θετικές εντυπώσεις και πως το ανέβασμα του Τζαμαργιά έχει κάτι να πει και εν τέλει άξιζε τον κόπο.
Γιάννης Μόσχος