Είδαμε την παράσταση «Δεσποινίς Τζούλια» στο Θέατρο Βασιλάκου
Μια ηλεκτρισμένη ερμηνεία της Μαρίας Κίτσου είναι το επίκεντρο ενός ψυχαναλυτικού ανεβάσματος του έργου του Στρίντμπεργκ δια χειρός Λίλλυς Μελεμέ.
Όταν μια παράσταση παρουσιάζεται αρκετές φορές μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, τότε το κοινό είναι πιο επιφυλακτικό σε κάθε νέο ανέβασμα και αναζητά το κάτι παραπάνω και όχι ένα απλό ξεδίπλωμα της ιστορίας. Ας δούμε για παράδειγμα τι συμβαίνει στο αθηναϊκό θεατρικό στερέωμα με τη «Δεσποινίς Τζούλια». Μόνο τον τελευταίο χρόνο έχουμε καταγράψει τρία ανεβάσματα του κλασικού έργου του Αύγουστου Στρίντμπεργκ. Πρώτα την είδαμε ως κουκλοθέατρο σε σκηνοθεσία Αλέξη Ρίγλη, έπειτα σε μια φιλοξενούμενη παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών, ως βάση ανάδειξης διαφυλετικών ζητημάτων και τώρα έρχεται ένα τρίτο ανέβασμα στο Θέατρο Βασιλάκου δια χειρός Λίλλυς Μελεμέ.
Το «παράδοξο» σε αυτή την περίπτωση είναι ότι έχοντας δει και τις τρεις προαναφερθείσες παραστάσεις και ενώ το έργο είναι έτσι κι αλλιώς γνωστό και πολυπαιγμένο και παρά την αξία του, θα ήταν λογικό να είχε μειωθεί το ενδιαφέρον μας, η παράσταση της Μελεμέ φαντάζει σαν το συναισθηματικό αποκορύφωμα. Η ιστορία είναι γνωστή. Μεταφερόμαστε στη Σουηδία κατά τη διάρκεια της νύχτας του μεσοκαλόκαιρου, της μικρότερης δηλαδή νύχτας του χρόνου. Το πλαίσιο είναι η γιορτή των υπηρετών και πρωταγωνιστές είναι η Τζούλια και ο Ζαν. Αυτή, κόρη αριστοκράτη που θέλει να δοκιμάσει τα όριά της και να βγει για λίγο από τη γυάλα της. Αυτός, υπηρέτης του Κόμη που επιζητά την άνοδο και την κοινωνική καταξίωση. Η συνάντησή τους θα είναι εκρηκτική και θα επιφέρει αποτελέσματα που δεν μπορούν να ελεγχθούν από κανέναν από τους δύο.
Μια σημαντική πλευρά του αριστουργήματος του Στρίντμπεργκ είναι η ταξική σύγκρουση ανάμεσα στην αριστοκράτισσα Τζούλια και τον υπηρέτη Ζαν. Στην παράσταση της Λίλλυς Μελεμέ, αυτό το θέμα έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Φυσικά και επειδή δημιουργεί το πλαίσιο, δε γίνεται να το παραλείψεις τελείως. Ωστόσο, εδώ πρόκειται για τη σύγκρουση δύο ανθρώπων και η μόνη σχέση που έχουν με την τάξη τους είναι τα ψυχολογικά ζητήματα που τους δημιούργησε ο τρόπος ανατροφής τους και δεν επηρεάζει άμεσα τη σύγκρουσή τους και ό,τι επακολουθήσει.
Αυτό είναι και το κλειδί της επιτυχίας της συγκεκριμένης παράστασης. Έχουμε δει τόσες παραστάσεις τα τελευταία χρόνια που θίγουν ταξικά ζητήματα που μοιάζει αναζωογονητικό το να τονιστούν διαφορετικά στοιχεία σε αυτή τη «Δεσποινίς Τζούλια». Δεν υπάρχει τίποτα κακό σε ένα κατεστραμμένο γοτθικό ρομάντζο που λειτουργεί ως ψυχογράφημα. Άλλωστε, με αυτό τον τρόπο τονίζονται και τα προσόντα της παράστασης που στην προκειμένη περίπτωση αρχίζουν και τελειώνουν στην Μαρία Κίτσου. Οι ικανότητές της σε σκοτεινά έργα εποχής είναι πλέον γνωστές και εδώ της δίνεται χώρος να αποδείξει γιατί είναι μια από τις κορυφαίες ηθοποιούς της νέας γενιάς. Ο ρόλος της Τζούλιας ευδοκιμεί για κατάθεση ακραίων συναισθημάτων, είναι εύκολο όμως και να ξεπεράσεις τα όρια καταδεικνύοντας υπερβάλλοντα ζήλο. Η Κίτσου πετυχαίνει μια φανταστική ερμηνεία, κρύβοντας μια αθώα θλίψη στο πρώτο μισό της παράστασης, για να εκτιναχθεί ως ηφαίστειο στο τέλος, καταθέτοντας τον εύθραυστο ψυχικό κόσμο στο πιάτο του κοινού.
Σημαντική είναι και η παρουσία του Ορέστη Τζιόβα. Εερμηνεύει με κυνισμό και αποστασιοποίηση τον Ζαν, μην αφήνοντας μας να πιστέψουμε ούτε στιγμή ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κλασικό ρομάντζο εποχής. Η χημεία του με την Κίτσου είναι ακριβώς όπως πρέπει. Δεν υπάρχει κάποιος ηλεκτρισμένος ερωτισμός ανάμεσά τους. Η Τζούλια αφήνει τον εαυτό της να πιστέψει ότι μπορούν να είναι μαζί, αλλά όλα αυτά είναι μόνο στο μυαλό της. Η πραγματικότητα βρίσκει δύο νέους ανθρώπους που παρασέρνονται στη μέθη του μεσοκαλόκαιρου και χρησιμοποιούν ο ένας τον άλλο. Η διαφορά του Ζαν είναι ότι το γνωρίζει εξαρχής, σε αντίθεση με την Τζούλια που το συνειδητοποιεί με τραγικό τρόπο στη συνέχεια της βραδιάς. Στέρεα η παρουσία της Αμαλίας Αρσένη, η οποία δίνει βάθος με την παρουσία της. Σύγχρονη δίχως να προδίδει το αρχικό υλικό η μετάφραση της Μαργαρίτας Μέλμπεργκ, επιβλητικά μινιμαλιστικό το σκηνικό του Γιώργου Γαβαλά, με ένα κομμάτι πάγο που λιώνει να συμβολίζει ολόκληρη τη βραδιά, υποβλητική η μουσική επένδυση του Σταύρου Γασπαράτου και αξιοσημείωτη η χορογραφία της Μόνικας Κολοκοτρώνη, δίνοντας μια ενδιαφέρουσα σύγχρονη νότα.
Η «Δεσποινίς Τζούλια» της Λίλλυς Μελεμέ είναι μια βαθύτατα ανθρώπινη παράσταση. Θέτει στο μικροσκόπιό της τη σχέση των δύο πρωταγωνιστών και κερδίζει το στοίχημα που θέτει επιμένοντας στη χαρτογράφηση των πεδίων που δημιουργούνται ανάμεσα στη μετωπική σύγκρουση των δύο κόσμων τους. Η Μαρία Κίτσου πετυχαίνει μια από τις ερμηνείες της σεζόν, φορτίζοντας τα πρόσωπα και αντικείμενα γύρω της και όσο μια καλλιτεχνική πρόταση μπορεί να προταθεί με κοινώς αποδεκτά κριτήρια, αυτός είναι ένας Στρίντμπεργκ που αξίζει να δεις.
Γιάννης Μόσχος