Είδαμε το «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» του Δημήτρη Καραντζά στο Θέατρο Τέχνης
Το κύκνειο άσμα του Ίψεν σε μια σύγχρονη και πολύπλευρη μετάφραση που επιβραβεύει την προσοχή του θεατή.
Το τελευταίο έργο του Ερρίκου Ίψεν είναι ένα κρυπτικό αριστούργημα, μια κατά μέτωπο βιτριολική καταβύθιση στο ελάχιστο της ανθρώπινης ύπαρξης, εκεί που τα όνειρα συναντιούνται με τη σκληρή συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και το «κάποτε» έρχεται να γίνει «τώρα». Μέχρι και ο τίτλος του έχει μια αίσθηση βιβλικής Αποκάλυψης. Αρχικά ονομάστηκε «Η ημέρα της αναγέννησης», αλλά στην πορεία επιλέχθηκε το ακόμη πιο μεταφυσικό «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί». Αυτό το έργο επέλεξε ο Δημήτρης Καραντζάς για να ακολουθήσει την επιτυχία του «Τέφρα και σκιά», ανεβάζοντας ο ίδιος το δείκτη δυσκολίας για τον εαυτό του, συναντώντας νέες προκλήσεις.
Όπως στο έργο του Πίντερ, έτσι και σε αυτό του Ίψεν κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζουν οι σιωπές και οι σκιές, καθώς με τα δύο τρίτα του κειμένου να διακατέχονται από στατική ως επί το πλείστον δράση, πρέπει η δραματουργία να αναζητήσει τα μέσα ανάδειξης του ψυχικού κόσμου των χαρακτήρων πέρα από τα προφανή. Η πλοκή τοποθετείται σε ένα θέρετρο, όπου πέντε άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με την έννοια του θανάτου, σε όποια μορφή και αν αυτή παρουσιάζεται.
Ο γλύπτης Άρνολντ Ρούμπεκ δηλώνει στη σύζυγό του, Μάια, πόσο δυσαρεστημένος νιώθει από τη ζωή του. Οι συνθήκες θα περιπλακούν για τον ίδιο όταν στο χώρο θα αναγνωρίσει την Ιρένε, τη μούσα του όταν ήταν νέος, η οποία αποτέλεσε το μοντέλο για το σημαντικότερο έργο του, την «Αναγέννηση». Η σχέση τους δεν ήταν ποτέ σεξουαλική και η παρουσία της θα ξεκινήσει μια σειρά από υποθέσεις για τον Άρνολντ, ο οποίος πια αρχίζει και ζει αποκλειστικά στο παρελθόν, αναρωτώμενος τι θα είχε γίνει αν είχε περάσει τη ζωή του μαζί με την Ιρένε. Η Ιρένε όμως νιώθει ήδη νεκρή και δεν μπορεί να τον βοηθήσει να πραγματώσει την ουτοπική ιδέα του γύρω από την ευτυχία, αφού νιώθει πως πέθανε όταν ο Άρνολντ αποτύπωσε τη μορφή της στο έργο του. Μια μαυροντυμένη καλόγρια ακολουθεί κατά πόδας την Ιρένε, δίχως να χρειαστεί να μιλήσει μέχρι το τέλος. Την ίδια στιγμή, η Μάια βιώνει τη δική της περιπέτεια στα βουνά με ένα δύσμορφο κυνηγό, ο οποίος της εξασφαλίζει ωστόσο την αίσθηση περιπέτειας που τόσο αναζητά.
Είναι σαφές πως το έργο του Ίψεν βρίθει συμβολισμών. Καταρχάς, καθώς πρόκειται για την τελευταία δουλειά του, είναι αυτή στην οποία συνοψίζει τη ζωή του και την πορεία του, με κρύο ιδρώτα να τον λούζει για κάθε μεταμέλειά του, όπως ότι άφησε την ποίηση για μια πιο κυριολεκτική μορφή λόγου. Ίσως για αυτό το «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» είναι ταυτόχρονα ένα παράδειγμα κοφτού ρεαλισμού ως προς τη δομή, αλλά και ακραίας ποιητικότητας στην επιλογή των λέξεων και τη θεματολογία. Εκτός όλων αυτών βέβαια, έχουμε να κάνουμε και με ένα έργο που αναμετράται και με την έννοια του χρόνου, η οποία εδώ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή του θανάτου. Οι χαρακτήρες του Ίψεν δεν έχουν κάνει σωστή διαχείριση του χρόνου τους, περιμένοντας να ζήσουν κάποια στιγμή στο μέλλον, όταν όμως αυτή η στιγμή ήρθε και τους προσπέρασε, αφήνοντάς τους μια υπαρξιακή αγωνία να ζήσουν τα πάντα εδώ και τώρα, έστω και αν είναι πλέον ψυχικά νεκροί.
Ο Δημήτρης Καραντζάς προσεγγίζει το κείμενο με ωριμότητα πέρα από τα 28 έτη του, δίνοντας την εντύπωση ότι ελέγχει κάθε σπιθαμή της σκηνής, η οποία μοιάζει με ρινγκ, με τα χτυπήματα όμως να είναι υπόκωφα και δεν είναι εμφανή αρχικά. Στο τέλος όμως, όλοι βγαίνουν νοκ άουτ μετά από μια εξαντλητική μάχη με την αποδοχή της ανθρώπινης φύσεως. Σημαντικοί πυλώνες στο όραμα του Καραντζά είναι η κίνηση της Ζωής Χατζηαντωνίου και η ηχητική δραματουργία του Δημήτρη Καμαρωτού. Με τη συμβολή αυτών των δύο, η σκηνική σύνθεση απογειώνεται, με κάθε λέξη να έχει τη δική της σημασία και κάθε κίνηση του κάθε ηθοποιού ή ο ήχος που τη συνοδεύει να υποδηλώνει κάτι. Και υπάρχει μια δυσαρμονία και μια παραδοξολογία στη σύγκλιση αυτών των στοιχείων και η έννοια του Ωραίου και του Υψηλού που απασχολεί εδώ τον Ίψεν δεν είναι αυτή που ίσως να περιμένει κανείς, αλλά μοιάζει να έχει και αυτή νεκρώσει, μένοντας και αυτή να αναπολεί περασμένες εποχές.
Ο δείκτης δυσκολίας της παράστασης είναι υψηλός, για αυτό είναι σημαντική η παρουσία ενός ικανού θιάσου, ο οποίος εδώ υπάρχει. Ο Περικλής Μουστάκης παραδίδει μια ανατριχιαστική ερμηνεία στον κεντρικό ρόλο του Άρνολντ. Ακόμη μας στοιχειώνει ο τρόπος που απέδωσε τον πατέρα στον περσινό «Φαέθοντα» και φαίνεται πως ο Καραντζάς ξέρει ακριβώς πώς να αναδεικνύει τις αρετές του εξαίρετου ηθοποιού και γύρω τους να χτίζει τους υπόλοιπους ρόλους. Η Ρένη Πιττακή επιστρέφει στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης μετά από 15 χρόνια και την πετυχαίνουμε σε μια από τις πολύ καλές στιγμές της των τελευταίων ετών. Η ψυχρότητα και η ουδετερότητα που φέρνει στο ρόλο είναι ακριβώς αυτό που απαιτεί ο ρόλος της Ιρένε και ειδικά όταν συνδυάζεται με την αυτοπεποίθηση και την κλάση της, κερδισμένοι βγαίνουν και η παράσταση και ο θεατής.
Σταθερά καλή στο σύγχρονο θέατρο με έντονη κινησιολογία η Μαρία Κεχαγιόγλου, ενώ ο Μιχάλης Σαράντης είναι ο συνδετικός κρίκος της δραματουργίας και της σκηνικής σύνθεσης που σχηματίζουν η κίνηση με τον ήχο. Σε επίπεδο κίνησης είναι από τους πιο ικανούς (αν όχι ο πιο ικανός) ηθοποιός που διαθέτει αυτή τη στιγμή το ελληνικό θέατρο και ακόμη και αν ο ρόλος του είναι περιφερειακός σε επίπεδο πλοκής, στην παράσταση είναι κομβική η παρουσία του. Το ίδιο ισχύει και για την Αλεξία Καλτσίκη, η οποία αν και κινείται στη σκιά της Ρένης Πιττακή, δε μένει εκεί και δίχως να χρειάζεται να μιλήσει, η παρουσία της είναι καταλυτική. Η μορφή της είναι μυστηριακή και φαντάζει απειλητική, σχηματίζοντας ένα ενδιαφέρον γιν και γιανγκ με την Ιρένε, τόσο εικαστικά όσο και εννοιολογικά. Η κραυγή της στο τέλος έχει κερδηθεί.
Δεν είναι μια εύκολη παράσταση το «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» του Καραντζά. Το έργο του Ίψεν είναι από μόνο του δύστροπο και οι συμβολισμοί του εκτείνονται προς διάφορα επίπεδα, χωρίς να σερβίρονται στο θεατή ως μασημένη τροφή. Πρέπει κάποιος να είναι διατεθειμένος να εμπλακεί σε μια καταβύθιση στα βαθύτερα σκοτάδια του εαυτού του και να ανασύρει τις ανομολόγητες σκέψεις και ιδέες που κρύβει εκεί ώστε να ακολουθήσει την παράσταση. Ο Καραντζάς αιχμαλωτίζει σε μερικά τετραγωνικά τη σπουδαιότητα και τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και αν και η διαδρομή του γίνεται ολοένα και πιο δύσβατη, είναι ένας δρόμος που αξίζει να ακολουθήσεις στενά.
Γιάννης Μόσχος