Είδαμε το «Περί φύσεως» των bijoux de kant στο Bios
Ένα αυγουστιάτικο μπάνιο στη θάλασσα γίνεται η αφορμή για φιλοσοφικές αναζητήσεις και για μια παράσταση υψηλών εικαστικών προδιαγραφών.
Οι bijoux de kant βρίσκονται στην πιο δημιουργική τους περίοδο. Ενώ δεν έχει τελειώσει ακόμη ο κύκλος παραστάσεων του «Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα» στο Θέατρο Τέχνης, παρουσιάζουν μια νέα δουλειά. Πρόκειται για το «Περί φύσεως» του Μιχάλη Βιρβιδάκη και έχει ενδιαφέρον η ιστορία για το πώς φτάσαμε σε αυτό το ανέβασμα. Το κείμενο γράφτηκε με γνώμονα να παραδοθεί στον Λευτέρη Βογιατζή, όπερ και εγένετο και μάλιστα ο Βιρβιδάκης είχε ξεκινήσει και αναγνώσεις πάνω στο έργο με τον Βογιατζή. Η εξέλιξη της ιστορίας είναι ωστόσο γνωστή και με το θέμα υγείας του Λευτέρη να επιδεινώνεται, το «Περί φύσεως» κατέληξε «ορφανό». Ήρθαν όμως έτσι τα πράγματα που το κείμενο έφτασε στα χέρια των bijoux de kant, οι οποίοι αφού το προσάρμοσαν στο ύφος τους, το παρουσιάζουν στη σκηνή του Bios.
Το κείμενο του Βιρβιδάκη μιλάει για όλα και για τίποτα. Παρουσιάζει τη γραφή ως μια ζωντανή εμπύρετη διαδικασία που δε λαμβάνει τίποτα ως δεδομένο και ανακαλύπτει τι θέλει να πει στην πορεία, δίχως να ορίζει τίποτα ως θέσφατο. Ίσως για αυτό το υγρό στοιχείο να κυριαρχεί. Ακριβώς όπως ρέει το νερό της θάλασσας, όντας ταυτόχρονα το ίδιο τοπίο που είδαν όσοι πέρασαν πριν από εμάς και όσοι θα έρθουν μετά αλλά και διαφορετικό, αφού τα νερά δεν είναι ποτέ τα ίδια. Όπως δεν μπορείς να σταματήσεις το χρόνο και η μια στιγμή διαδέχεται την επόμενη, έτσι ακριβώς η θάλασσα παραμένει κάτι άπιαστο και μυστηριακό που για αυτά τα χαρακτηριστικά της ίσως μας τραβάει κοντά της.
Στο «Περί φύσεως» μεταφερόμαστε στο καλοκαίρι και πιο συγκεκριμένα τον Αύγουστο, κατά την παραμονή του Σωτήρος. Σε ένα λιμανάκι κάποιας απόμερης ελληνικής παραλίας ο κόσμος κάνει το απογευματινό του μπάνιο περιμένοντας να ανατείλει το φεγγάρι μέσα από τη θάλασσα. Εμείς επικεντρωνόμαστε στη συνάντηση τριών ανθρώπων. Ο Σοφοκλής Ποθουλάκης και ο Ευριπίδης Περίανδρος με τη γυναίκα του Ευλαμπία συζητούν για τα πάντα, σχολιάζοντας πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις της δημόσιας σφαίρας και της προσωπικής τους ζωής και όσο και αν καταλήγουν να συνδέονται και να εκμυστηρεύονται μυστικά και φοβίες, τελικά δε συναντιούνται ποτέ και απλά μονολογούν. Και άραγε βρέθηκαν όντως ποτέ σε αυτή τη θάλασσα μαζί ή μήπως τα νερά της αντανάκλασαν τις συσσωρευμένες προσωπικότητες όσων έχουν κολυμπήσει σε αυτή τη θάλασσα, σχηματίζοντας μια θαυμαστή ψευδαίσθηση, όπως τονίζει και ο σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης;
Πρόκειται για ένα πραγματικά πολύ ενδιαφέρον και πρωτότυπο κείμενο που δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο ειρμό και σου δίνει πολλές ευκαιρίες να πιαστείς από κάποια λέξη, κάποιο πρόσωπο, κάποια θεματική και να βρεις μέσα σε αυτό εκείνο που πραγματικά θέλεις να δεις. Ο σημαντικότερος λόγος που λειτουργεί τόσο καλά ωστόσο είναι η διαχείριση που τυγχάνει από τους bijoux de kant. Η ομάδα έχει αποδείξει πως είναι θεατρικός χαμαιλέοντας, αφού επιδεικνύει φοβερή προσαρμοστικότητα σε κάθε σκηνή που φιλοξενείται, ώστε στο τέλος να μην μπορείς να φανταστείς την κάθε παράσταση σε κάποιον άλλο χώρο. Έτσι και εδώ, αξιοποιεί άριστα τον αχανή βιομηχανικό χώρο της κεντρικής σκηνής του Bios και τοποθετεί εκεί ένα μοντέρνο κουκλοθέατρο, μέσα στο οποίο διαδραματίζεται όλη η παράσταση.
Ένα από τα ζητούμενα των bijoux de kant είναι η ομορφιά και εδώ φαίνεται πόσο αγάπησαν το συγκεκριμένο κείμενο του Βιρβιδάκη, αφού η λεπτομέρεια με την οποία έχει δημιουργηθεί η σκηνή (η σκηνογραφία του Περικλή Πραβήτα) ξεκουράζει το μάτι του θεατή και τον μεταφέρει στον πραγματικό χώρο στον οποίο διαδραματίζεται (;) η πλοκή. Με τη συνδρομή του φωτισμού (Χριστίνα Θανασούλα) που σκοτεινιάζει όσο νυχτώνει, με το φεγγάρι να ανατέλλει στο βάθος, έχουμε να κάνουμε με μια πολύ κοντινή προσομοίωση της μυστηριακής έξαψης που νιώθεις όταν κολυμπάς τον Αύγουστο μόνο με το φως του φεγγαριού, με την αίσθηση του άγνωστου να δημιουργεί μια προοπτική περιπέτειας που τόσο λείπει από την καθημερινότητά μας.
Η σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτη και της Ηλέκτρας Ελληνικιώτη είναι υποδειγματική και ευρηματική, έχουν βρει όμως και τα κατάλληλα πρόσωπα για να εξωτερικεύσουν τη θερμοκρασία του κειμένου. Και οι τρεις ηθοποιοί της παράστασης είναι εξαιρετικοί, ο καθένας με το δικό του τρόπο. Ο Θάνος Σαμαράς είναι αυτός που αναλαμβάνει να εμβαθύνει και να αποδείξει πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε ένας και το πετυχαίνει με τη νευρικότητα που απαιτείται. Ο Κώστας Κουτσολέλος χρησιμοποιεί σαρκασμό και ένα ανάλαφρο ύφος παιξίματος, το οποίο όμως είναι έτσι μόνο στην επιφάνεια και καθώς στην πορεία αποκαλύπτεται πως αυτή είναι μόνο η επιφάνεια. Η Νάνσυ Μπούκλη τραγουδά πάνω στις πανέμορφες μελωδίες του Κώστα Δαλακούρα και με φωνή που μοιάζει βγαλμένη από κασέτες κλασικών τραγουδιών της παιδικής μας ηλικίας, κάνει την παράσταση να μοιάζει σαν ένα παράξενο όνειρο γλυκιάς θερινής νυκτός.
Με το «Περί φύσεως» οι bijoux de kant δημιουργούν ένα διαχρονικό δοκίμιο πάνω στο φευγαλέο του χρόνου και το επιλεκτικό της μνήμης, αλλά ταυτόχρονα είναι και μια πανέμορφη εμπειρία που προσιδιάζει το θαυμαστό του ελληνικού καλοκαιριού και δε θέλει να τσακίσει το θεατή, αλλά να τον κάνει να νιώθει ολοκληρωμένος βγαίνοντας από την αίθουσα. Δεν υπάρχει κάποια συναισθηματική κορύφωση στην παράσταση, αφού όπως τα νερά της θάλασσας ρέουν ασταμάτητα, έτσι και οι ήρωές μας έρχονται από κάπου και συνεχίζουν κάπου αλλού, σε αισθητικό επίπεδο υπάρχει όμως αποκορύφωμα και είναι κάτι που αξίζει να το βιώσει ο καθένας και να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Γιάννης Μόσχος