Κριτική θεάτρου: «Ο δρόμος περνά από μέσα» και «Η Αυλή των Θαυμάτων»

kritiki-theatrou-o-dromos-perna-apo-mesa-kai-i-auli-ton-thaumaton

Ο Γιάννης Φέρτης με τη Μαρίνα Ασλάνογλου σε σκηνή από το έργο του Καμπανέλλη «Ο δρόμος περνά από μέσα» στο Θέατρο Τέχνης.

ΔΕΥΤΕΡΑ, 09 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2012

Η Ελένη Πετάση μας μεταφέρει τις εντυπώσεις της από τις παραστάσεις «Ο δρόμος που περνά από μέσα» και «Η αυλή των θαυμάτων».

Τα θαύματα είναι διαχρονικά

Είναι λυπηρό να διαπιστώνουμε ότι το θλιβερό μεταπολεμικό τοπίο της χώρας αναβιώνει στις μέρες μας. Και είναι ακόμη πιο πικρό να αντιλαμβανόμαστε την ανθεκτικότητα των χαρακτήρων του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που, έχοντας καταργήσει το χρόνο, τριγυρνούν ακόμη ανάμεσά μας.

Οικείοι και ταυτόχρονα θεατρικά δραματικοί, μέσα από τις ιδιωτικές τους ζωές, ξεβράζουν τη δημόσια αναπηρία, συνθέτοντας τον κοινωνικοπολιτικό χάρτη της Ελλάδας. Φυσικά, αυτό σημαίνει να είσαι ένας ευφυής, ευφάνταστος και διορατικός συγγραφέας. Ένας συγγραφέας που κατορθώνει να σκύψει βαθιά μέσα στην ψυχή του Νεοέλληνα, να αποτυπώνει τους σπασμούς της αγωνίας του, να στηλιτεύσει τις αδυναμίες του, να χαϊδέψει τις ήττες του και, όπως ο ίδιος έλεγε, «να διαγνώσει τις περιπέτειες της ανθρώπινης συνείδησης».

Πάρτε για παράδειγμα το έργο του «Ο δρόμος περνά από μέσα» (στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης). Έχουμε εδώ έναν μοναχικό αστό παλαιάς κοπής, αγκιστρωμένο στις μνήμες μιας άλλης εποχής που αναπνέει μέσα από τα απομεινάρια του αρχοντικού του.

Η ζωή του αποκτά πρωτόγνωρους ρυθμούς, όταν εμφανίζεται ένας λαϊκός πωλητής αντικών και τον πείθει να εμπλακεί σε μια σχεδόν άνομη συνεργασία. Ο «εισβολέας», δείγμα αντιπροσωπευτικό του αδίσταχτου αρπακτικού που γαλουχήθηκε με το όνειρο της κομπίνας, επιδιώκει με κάθε μέσο την κοινωνική και οικονομική του αναρρίχηση.

Γλοιώδης κόλακας ως προς τους τρίτους, κομπλεξικά αντιδραστικός απέναντι στη γυναίκα του, αυτοπαγιδεύεται στους δαιδάλους της ματαιοδοξίας του. Γιατί, όταν η ανήσυχη σύζυγός του φλερτάρει με το νεαρό ανιψιό του ιδιοκτήτη, γίνεται η αφορμή για μια σειρά ανατροπών, διαλύοντας τα μεγαλόπνοα σχέδιά του και την όποια ουτοπία τους.

Ο Διαγόρας Χρονόπουλος οργάνωσε μια στέρεη, καλά ζυγιασμένη παράσταση, χωρίς εντυπωσιασμούς και εύκολα ευρήματα, αφήνοντας το έργο να μεταδώσει ακέραια τα μηνύματά του.

Ο χαμηλόφωνος Γιάννης Φέρτης, κυρίαρχος των μέσων του, προσέδωσε στον ηλικιωμένο αριστοκράτη διττή υπόσταση. Υπόγεια χλευαστικός, αποστασιοποιημένος παρατηρητής μιας ανατέλλουσας -και δυστυχώς δυσοίωνης- πραγματικότητας για την Ελλάδα, διέθετε τη νηφαλιότητα ενός ανθρώπου που βλέπει τα πράγματα «από ψηλά».

Λιτή και ανεπιτήδευτη η Μαρίνα Ασλάνογλου, ως εύπιστη σύζυγος. Στον αντίποδα στάθηκαν ο εξωστρεφής, αλλά και πειστικά λαϊκότροπος μικροαπατεώνας του Γιάννη Δρακόπουλου, ο φιλόδοξος κληρονόμος του Αλεξάνδρου Πέρρου (ερμηνευμένος στο όριο της υπερβολής) και η γραφική οικονόμος της Αλίκης Αλεξανδράκη, που στήριξε με νεύρο το ρόλο της.

«Η Αυλή των Θαυμάτων»

Η Μίνα Αδαμάκη (ως Αννετώ) με τη Θεοδώρα Τζήμου (αριστερά) στην κλασική «Αυλή» του Ιάκωβου Καμπανέλλη.

Αντίθετα, η «Αυλή των Θαυμάτων» του Καμπανέλλη, όπως την είδε ο Γιάννης Κακλέας, προσπάθησε να προσγειωθεί στη σημερινή εποχή. Όμως η σύγχρονη αυλή, που έστησε ο Μανώλης Παντελιδάκης και οι άνθρωποι-θύματα της μόδας (κοστούμια Ελένη Μανωλοπούλου), που τη στοίχειωσαν, δεν μπόρεσαν να αποδώσουν αυτόν «τον εφιάλτη από το μέλλον», όπως χαρακτηρίζει το έργο ο σκηνοθέτης.

Μόνο το video-wall με τις βάρβαρες εικόνες από τσιμεντένιες πολυκατοικίες και την πολύβουη πολυεθνική πλατεία του Αγίου Κωνσταντίνου λειτούργησε σαν υπενθύμιση της καταστροφής που υπέστη τούτος ο τόπος από τη μελετημένη ανθρωποφαγική χρηματοκρατία.

Και, κατ' επέκταση, μας έφερε πιο κοντά στη μετεμφυλιακή κοινωνία της δεκαετίας του '50 - τότε που η υστερία της αντιπαροχής μετέτρεψε τους πολίτες σε μετανάστες μέσα στην ίδια τους τη χώρα, εγκλωβίζοντάς τους σε μπετονένια κτίσματα και στεγάζοντας το λούμπεν προλεταριάτο στα ανήλια υπόγειά του.

Το κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη σκιαγραφεί μια στιγμή της νεοελληνικής πραγματικότητας που η αιχμαλωσία της φτώχειας, της ανεργίας, των διαψευσμένων ονείρων, των κακορίζικων ερώτων και της αναγκαστικής μετανάστευσης ορίζονταν ως μόνιμη συνθήκη ζωής. Και συνθέτει κωμικοτραγικές καταστάσεις, όπου ξεδιπλώνονται οι μικροί καημοί, τα πάθη, τα αδιέξοδα, οι ελπίδες και οι ακυρώσεις των -οικείων ακόμη και στις μέρες μας- χαρακτήρων του.

Στην παράσταση του Κακλέα (στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου , το συναισθηματικό βάθος του έργου εξατμίζεται μέσα σε μια κινητική μοντερνίστικη φλυαρία, ενώ ένας άνισος δεκαπενταμελής θίασος ακροζυγίζεται αμήχανα ανάμεσα στο ρεαλισμό και τη θεατρική διόγκωση.

Διακρίνονται η Μίνα Αδαμάκη, ο Νίκος Κουρής, η Εύη Σαουλίδου, ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος και ο Νίκος Ψαρράς.

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]