Κριτική θεάτρου: «Eνας Ομηρος» του Μπρένταν Μπίαν
Η Ελένη Πετάση μας μεταφέρει τις εντυπώσεις της από την παράσταση «Eνας Ομηρος» του Μπρένταν Μπίαν που ανέβηκε στη σκηνή του «Τρένου στο Ρουφ».
Καθισμένη στο θεατρικό βαγόνι του «Τρένου στο Ρουφ» αναρωτιέμαι πώς θα μπορέσουν να κινηθούν δέκα ηθοποιοί στους στενάχωρους διαδρόμους του, πόσο μάλλον να παίξουν ζωντανά μουσική, να τραγουδήσουν και να χορέψουν (ακόμα και έντονους ιρλανδικούς χορούς) μέσα σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο.
Ομως η Τατιάνα Λύγαρη, έχοντας εξερευνήσει κάθε πιθανή δυνατότητα αυτής της ιδιόμορφης σκηνής εδώ και μία δεκαπενταετία, φιλοξενεί στα ελάχιστα τετραγωνικά της τη «φαντασμαγορία» μιας πλούσιας παραγωγής. Και κάτι παραπάνω.
Aνεβάζοντας τον «Ομηρο» του Μπρένταν Μπίαν εκμεταλλεύεται την -ήδη υπάρχουσα- ατμόσφαιρα εγκλωβισμού για να κάνει αισθητή τόσο την ομηρία του ομώνυμου ήρωα όσο και τη δική μας. Υπάρχουν, όμως, και αδυναμίες: η ακουστική του βαγονιού υπονομεύει και την παραμικρή παραφωνία ή ανεξέλεγκτη ένταση της φωνής. Στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν λίγες οι φορές που οι ηθοποιοί της παράστασης έχασαν το μέτρο.
Αντίθετα, τα υπέροχα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, μελοποιώντας τα ποιήματα τα οποία εμπεριέχονται στο κείμενο του Ιρλανδού συγγραφέα (γράφτηκαν στην πλειονότητά τους το 1962 για να συνοδέψουν την πρώτη παρουσίαση του έργου στην Ελλάδα από τον Λεωνίδα Τριβιζά) και ερμηνευμένα πολυφωνικά, a capella ή με τη συνοδεία οργάνων, ήταν ιδιαίτερα δουλεμένα, αφυπνίζοντας μνήμες και προσφέροντας στιγμές συγκίνησης.
Ο μύθος του Μπίαν, παρότι αναφέρεται στον απελευθερωτικό αγώνα του ιρλανδικού λαού, δεν έχασε δυστυχώς την επικαιρότητά του. Αυτή η σπαρακτική κραυγή, που σύμφωνα με την άποψη του Μίκη (στο βιβλίο του «Το χρέος»), «υψώνεται μπροστά στον παραλογισμό του πολέμου, που μεταβάλλει τους ανθρώπους σε απλά εξαρτήματα ενός αποτρόπαιου και στυγνού μηχανισμού...», ενώθηκε με μυριάδες άλλες απεγνωσμένες κραυγές.
Με την ίδια λογική τα τραγούδια του συνδέθηκαν με θυελλώδεις στιγμές της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας - το «Γελαστό Παιδί» με τη δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη (ας σημειωθεί ότι οι στίχοι γράφτηκαν για τη δολοφονία του ηγέτη του ΙΡΑ, Michael John Collins) και το «Ηταν 18 Νοέμβρη» με τη φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου που έδωσε ένα αιματηρό τέλος στα χρόνια της χούντας.
Πέρα, όμως, από την παραλληλία ανάμεσα στην ιρλανδική και την ελληνική συνθήκη, το μπρεχτικής δομής έργο λειτουργεί σήμερα σαν υπενθύμιση επαναλαμβανόμενων μοτίβων που αναδεικνύουν το διάτρητο χαρακτήρα της επανάστασης.
Με στοιχεία διδακτισμού υπενθυμίζει πως η βία εξισώνει εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, τα «υψηλά ιδανικά» παρακάμπτονται μπροστά στην αδυσώπητη αντιπαλότητα, ο έρωτας αποτελεί το τελευταίο ουτοπικό καταφύγιο λίγης ανθρωπιάς και η ανάγκη επανάκτησης της συλλογικότητας -ιδιαίτερα στη βάρβαρη οικονομικοπολιτική συγκυρία του καιρού μας- προβάλλει όλο και περισσότερο επιτακτική.
Στον «Ομηρο» ένας Αγγλος στρατιώτης παγιδεύεται από τον ΙΡΑ προκειμένου να επιτευχθεί η ανταλλαγή του με έναν Ιρλανδό εθνικιστή, ο οποίος πρόκειται να απαγχονιστεί σε μια φυλακή του Μπέλφαστ την επόμενη ημέρα.
Μέσα σε ένα μπορντέλο του Δουβλίνου, πλαισιωμένο από νταβατζήδες, πόρνες και πάσης φύσεως κατακάθια της κοινωνίας, που αποτελεί κρυψώνα του Ιρλανδικού Απελευθερωτικού Στρατού, αναπτύσσεται ένα απροσδόκητο ειδύλλιο ανάμεσα στον ανίδεο αιχμάλωτο και μια υπηρετριούλα ενώ γύρω τους μαίνεται ένας κυνικός χορός πολιτικών σκοπιμοτήτων. Το τέλος, βέβαια, επιφυλάσσει την ενδεικτική και τόσο άδικη θυματοποίησή του.
Η ρεαλιστική σκηνοθεσία της Λύγαρη, παρότι ενέδωσε σε κάποιες υπερβολές (π.χ. η άστοχη παρουσία του έγχρωμου ηθοποιού στο ρόλο μιας τραβεστί ή η κατά σημεία θορυβώδης κινητικότητα του θιάσου) υπηρέτησε τις προθέσεις του Μπρένταν Μπίαν, ενισχυμένη από τις καίριες σκηνογραφικές νύξεις και τα κοστούμια της Ντόρας Λελούδα και της Δανάης Κουρέτα, αλλά και από τις χορογραφίες της Ζωής Χατζηαντωνίου που εκτελέστηκαν με κέφι και ακρίβεια.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]