Κριτική θεάτρου:«Αμερικάνικος Βούβαλος»
H Ελένη Πετάση μας μεταφέρει τις εντυπώσεις της από την παράσταση «Αμερικάνικος Βούβαλος», του Ντέιβιντ Μάμετ, που ανέβηκε στο θέατρο Πορεία.
Μια κοινωνία βυθισμένη στην αλαζονεία του χρήματος. Ζωές σπαταλημένες στο κυνήγι του κέρδους. Το «Αμερικάνικο όνειρο» και η απόλυτη διάψευσή του.
Στο έργο του Μάμετ οι ψευδαισθήσεις της εύκολης οικονομικής αναρρίχησης αλυσοδένουν τους ήρωες μέχρι τελικής πτώσης, συντρίβοντας στο πέρασμά τους τις ανθρώπινες σχέσεις και εξωθώντας τα θύματά τους στο έγκλημα. Και φυσικά για την επίτευξη του σκοπού τους πρυτανεύει η «φιλοσοφία» των business που ταυτίζονται με κάθε είδους απάτη, στοιχειοθετώντας «τα ήθη των επιχειρησιακών συναλλαγών στις ΗΠΑ», όπως ενδεικτικά επισημαίνει ο συγγραφέας.
Έτσι, ακόμα και οι τρεις μικροκακοποιοί του «Αμερικάνικου Βούβαλου» [στο Θέατρο «Πορεία»] αναμασούν αυτή τη λέξη σαν καραμέλα. Γιατί business είναι και η προετοιμασία της ληστείας παλιών αμερικάνικων νομισμάτων συλλεκτικής αξίας (τάλιρα με ανάγλυφη απεικόνιση του αμερικάνικου βούβαλου») που σχεδιάζουν με κάθε λεπτομέρεια. Στη διαδρομή η ματαιοδοξία θα τους οδηγήσει στην προδοσία, οι φίλοι θα γίνουν εχθροί μπροστά στην αμφίβολη κατάκτηση του πλούτου, το φιλόδοξο εγχείρημα θα αποτύχει αφήνοντας πίσω του ενοχές και τη γεύση μιας ανώφελης βίας.
Ο Μάμετ καταγράφει με ωμότητα τις σκέψεις, τις ενέργειες και τις συναισθηματικές μεταλλάξεις των λούμπεν χαρακτήρων του και μέσα από την αμετροέπειά τους υποδεικνύει τις παγίδες που οδήγησαν τους συμπατριώτες του στη χρεοκοπία. Μια νοοτροπία made in USA, μέχρι πρότινος ξένη σε μας, που η παγκοσμιοποίηση μετακόμισε στα χωράφια μας, καθιστώντας σήμερα ορατό το αδιέξοδο του καπιταλισμού.
Η αθυρόστομη μέχρι χυδαία γλώσσα του με τις κοφτές, ασθμαίνουσες φράσεις, τους αποσπασματικούς διαλόγους και το λαθραίο χιούμορ, μεταφρασμένη εξαιρετικά από τον Δημήτρη Τάρλοου, ηχεί σαν μουσική παρτιτούρα, αποτυπώνοντας τη δραματική όσο και γελοία υπόστασή των προσώπων.
«Ήρεμος είμαι, απλώς είμαι εκνευρισμένος», λέει κάποια στιγμή ο Δάσκαλος, ο αντιρρησίας της παρέας. Εκφράζοντας την αντίθεσή του στον Ντον (τον ιδιοκτήτη του παλιατζίδικου όπου διαδραματίζεται το έργο) για την αδυναμία που ο τελευταίος τρέφει στον Μπομπ - αυτό το χαμένο πρεζάκι, το τόσο ανεπαρκές, κατά τη γνώμη του, για τη ληστεία - δεν παύει να επαναλαμβάνει τους Όρους του παιχνιδιού: «Ρε για λεφτά μιλάμε εδώ... Η φιλία φιλία, κι είναι πολύ ωραίο πράγμα και την πάω πολύ...
Αλλά να το διαχωρίσουμε το πράγμα, έτσι; Ας τα δούμε χώρια αυτά τα δύο...Εγώ είμαι επιχειρηματίας, εγώ είμαι εδώ για να κάνω δουλειά...» Και όταν τα πάντα καταρρέουν καταλήγει στο συμπέρασμα: «...Δεν υπάρχει νόμος. Δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Δεν υπάρχει φιλία. Σκατά Ρε Πούστη Όλα. Τα μούτζωσε όλα ο θεός...»
Η γερά χτισμένη, ρεαλιστική, σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου, αιχμαλωτίζοντας την αγχωτική ατμόσφαιρα του έργου, τήρησε εφιαλτικούς ρυθμούς από την αρχή μέχρι το τέλος. Ο εσωτερικός πανικός των ηρώων εκφράστηκε με σωματοποιημένες χειρονομίες, κλεφτές ματιές, παύσεις, ακόμα και με το ισχυρό ηχόχρωμα της φωνής των ηθοποιών.
Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς οικοδόμησε με μέτρο και σαφήνεια το πορτρέτο του παλιατζή Ντον που, μετέωρος μέσα σ' αυτό το τοπίο των περιδινούμενων συμφερόντων, γλιστράει στην ατασθαλία αλλά έστω και αργά αποκαθιστά την ηθική του θέση.
Ο Γιώργος Γάλλος (Δάσκαλος), στην καλύτερη στιγμή της πορείας του (μετά από την υπέροχη ερμηνεία του στον «Ηρακλή Μαινόμενο» του Μιχαήλ Μαρμαρινού), σκιαγράφησε με οίστρο την αδιάφορη κυνικότητα ενός ανθρώπου που η αμορφωσιά του καλύπτεται πίσω από την «υπεροχή» της χειραγώγησης και η βουλιμική του διάθεση φτάνει μέχρι τη φονική διάστασή της.
Ο νεαρός Παναγιώτης Καλαντζής (Μπομπ), πειστικός ως αδύναμο και ταυτόχρονα φιλόδοξο πρεζάκι, καταφέρνει να ξεπεράσει τη γραφικότητα του ρόλου του.
Ενδιαφέρουσα η συμβολή του μουσικού Μπλέιν Ρέινιγκερ με τον επίμονο ήχο της βροχής να επιτείνει την υποβόσκουσα επικινδυνότητα της παράστασης.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]