Κριτική θεάτρου: «Μάουζερ»
Καθισμένοι πάνω στη «σκηνή», σε απόσταση αναπνοής από τα δρώντα πρόσωπα της ιστορίας, παρακολουθήσαμε με κομμένη την ανάσα.
Η Ελένη Πετάση, σε έναν «διάλογο με καλές προθέσεις», μεταφέρει τις εντυπώσεις της από την παράσταση «Μάουζερ» του Χάινερ Μίλερ, στο Θέατρο Αττις του Θόδωρου Τερζόπουλου.
Φτάνουν άραγε οι καλές προθέσεις για να ξορκιστεί η βία και ο φόνος; Μήπως η ματαίωση του ανθρώπου είναι αναπόφευκτη κατάληξη μιας επανάστασης; Ποια είναι τα όρια που διαχωρίζουν τον εξουσιαστή από τον εξουσιαζόμενο;
Οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες ωθούν το άτομο σε αποτρόπαιες πράξεις ή ενυπάρχει στη φύση του μια τέτοια δεξαμενή εφιαλτικών αιφνιδιασμών;
Ο Χάινερ Μίλερ, στο μπρεχτικής επιρροής κείμενό του (με βάση το έργο «Το μέτρο»), διαπιστώνει με πικρία τις αγριότητες που έγιναν στο όνομα της Οκτωβριανής Επανάστασης, στο όνομα, δηλαδή, μιας ουτοπίας για τη δημιουργία ενός καινούργιου καλύτερου κόσμου. Και όχι μόνο. Το «Μάουζερ», γραμμένο στα 1970 και παραπέμποντας σε πρώτο επίπεδο στην ιστορική αυτή στιγμή του 20ού αιώνα, αποτελεί μια παραβολή που εκφράζει την εσαεί αποτυχία κάθε εξέγερσης όπου η ιδεολογία συντρίβεται κάτω από τον όγκο του αναλώσιμου ανθρώπινου αίματος.
Μ΄ αυτή τη λογική ο Θόδωρος Τερζόπουλος μετέφερε το κείμενο του Ανατολικογερμανού συγγραφέα στον ελληνικό εμφύλιο. Και μπορεί -στην επανάληψη της ουσιαστικής παράστασής του- να μην τοποθέτησε τις φωτογραφίες επώνυμων και ανώνυμων αγωνιστών της Αριστεράς στα καθίσματα των θεατών, αλλά τα διαπεραστικά βλέμματά τους μας επέκριναν καρφωμένα στον τοίχο του καινούργιου λιλιπούτειου θεατρικού χώρου του στην οδό Λεωνίδου.
Εμείς, καθισμένοι πάνω στη «σκηνή», σε απόσταση αναπνοής από τα δρώντα πρόσωπα της ιστορίας, ως απενεργοποιημένοι «ένορκοι» μιας παράλογης δίκης, παρακολουθήσαμε με κομμένη την ανάσα τους ηθοποιούς να υποδύονται δύο αντάρτες που καταδικάζονται σε θάνατο για τελείως αντίθετους λόγους αλλά με τα ίδια επιχειρήματα: ο πρώτος γιατί με πρόσχημα το καλό της Επανάστασης υπερέβη των ορίων κατακρεουργώντας ανεξέλεγκτα ανυπεράσπιστα θύματα και ο δεύτερος γιατί λόγω αδυναμίας αρνήθηκε να εκτελέσει το καθήκον του.
Βυθισμένοι στα έγκατα μιας τάφρου, με τα κεφάλια τους να προεξέχουν αποκομμένα από το πάσχον σώμα, επαναλαμβάνουν ασταμάτητα τα αγωνιώδη τους διλήμματα.
Βυθισμένοι στα έγκατα μιας τάφρου, με τα κεφάλια τους να προεξέχουν αποκομμένα από το πάσχον σώμα -θυμίζοντας «την κεφαλήν του Ιωάννη Βαπτιστή επί πίνακι»- επαναλαμβάνουν ασταμάτητα τα αγωνιώδη τους διλήμματα: «Σκότωσα με δική σας εντολή... Ανθρωπος είμαι, δεν είμαι μηχανή». Οι φωνές τους-όργανα φρίκης, άλλοτε παράγουν απεγνωσμένους ψιθύρους και άλλοτε ήχους παραμορφωμένους με σύμφωνα ψαλιδισμένα να κροταλίζουν σαν ουρά φιδιού. Με αποκορύφωμα την ακραία επιτάχυνση του λόγου από τον εξαιρετικό Αντώνη Μυριαγκό που εκφέροντας μηχανικά φράσεις όπως «αδύνατο σημείο σε μένα δεν βρήκε ο εχθρός» και τεντώνοντας τις φωνητικές του χορδές στο έπακρο, μεταμορφώνει τις λέξεις σε βουητό, χάνοντας κάθε αίσθηση νοήματος και αγγίζοντας αυτό το «Αγιο τίποτα» του Μπέκετ.
Στις δύο άκρες της φοβιστικής ρωγμής ένας ινστρούχτορας (Θόδωρος Τερζόπουλος) και ένας δικαστής (Μαρία Παπαδοπούλου), ψύχραιμοι και αποστασιοποιημένοι, ανατέμνουν τα γεγονότα, αμφισβητούν, προβληματίζονται, παραπαίουν ανάμεσα στην ευθύνη και την ενοχή.
Όμως η πνευματική τύφλωση που συνοδεύει την αλαζονεία της εξουσίας υπερισχύει φέρνοντας αναπόφευκτα στο προσκήνιο το τελικό ερώτημα: «Τι είναι ο άνθρωπος; Αυτός ο άγνωστος. Τι σημαίνει άνθρωπος;»
Ο Θόδωρος Τερζόπουλος, ανοίγοντας διάλογο με τον Χάινερ Μίλερ, προσέδωσε σ' αυτή την οντολογική παρτιτούρα τελετουργική μέθεξη, βάθος και προοπτική, ενώ οι ερμηνευτές, οδηγημένοι σε σωματοποιημένες εσωτερικές εκρήξεις, διέγειραν τις αισθήσεις εκτελώντας στην εντέλεια την ιδιαίτερη όσο και εξαιρετικά δυναμική υποκριτική του γλώσσα.
Στην παράσταση πήραν, επίσης, μέρος οι: Θανάσης Αλευράς, Στάθης Γράψας και Αλέξανδρος Τούντας.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]