Κριτική: «Ένας καναπές, laptop, κινητά και η ανουσιότητα του να ζεις»

kitsopoulou

Δύο φίλοι, που πλήττουν θανάσιμα, μας πείθουν για την έλλειψη «βιωσιμότητας» της ύπαρξής τους.

ΔΕΥΤΕΡΑ, 06 ΙΟΥΝΙΟΥ 2016

«Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ ή η ανουσιότητα του να ζεις». Aπό την Ελένη Πετάση.

Η Λένα Κιτσοπούλου -συγγραφέας, σκηνοθέτης, ηθοποιός, τραγουδίστρια- σίγουρα είναι ταλαντούχα, μια ιδιαίτερη περίπτωση στην ελληνική θεατρική ζωή. Ταυτόχρονα, ωστόσο, υποσκάπτει η ίδια το ταλέντο της έχοντας πέσει στην παγίδα μιας επαναλαμβανόμενης ανατρεπτικής πρόκλησης και ηθελημένων κλισέ που τελικά λειτουργούν «μπούμερανγκ» ακόμα και γι’ αυτούς που η πρόθεσή τους είναι να τα υπονομεύσουν. Και μπορεί να θεωρείται cult από τους υποστηριχτές της, είναι, όμως, ευάλωτη, καθώς η εξέλιξη της καλλιτεχνικής της πορείας -αν δεν αλλάξει μονοπάτι- είναι αμφισβητήσιμη.

Στο πιο πρόσφατο έργο της, το οποίο σκηνοθετεί και ερμηνεύει με τον Γιάννη Κότσιφα, η ουσία συνοψίζεται στην τελευταία φράση του μακροσκελούς -και κατ’ επέκταση ναρκισσιστικού- τίτλου του: «….. η ανουσιότητα του να ζεις». Πραγματικά στη διάρκεια μιας ώρας και δέκα λεπτών δύο φίλοι, που πλήττουν θανάσιμα, μας πείθουν για την έλλειψη «βιωσιμότητας» της ύπαρξής τους.

Καθισμένοι σε έναν καναπέ, με το labtop και τα κινητά τους σε συνεχή λειτουργία, ανταλλάσσουν βωμολοχίες, κοινοτοπίες, βρισιές, έναν χείμαρρο από ανούσιες κουβέντες. Η αρχή του κειμένου ειναι απολαυστική. Το επιθεωρησιακό χιούμορ με τις τσουχτερές λέξεις δεν ενοχλεί καθώς επιδεικνύει -έστω και απλουστευμένα- την κενότητα των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. 

Η δουλειά της Λένας Κιτσοπούλου κάθε τόσο εκσφενδονίζει ποιητικές λάμψεις.

Και ξαφνικά το ύφος της παράστασης νοθεύεται, φλερτάροντας με τον σουρεαλισμό. Ακολουθεί μια απροσδόκητη και άνευ λόγου βίαιη έκρηξη ανάμεσα στο ζευγάρι, που αφήνει αιμόφυρτη τη γυναίκα, ενώ αμέσως μετά, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, η συνομιλία συνεχίζεται στον ρυθμό της προηγούμενης σκηνής.

Και οι «ανατροπές» συνεχίζονται με τους δύο ηθοποιούς να αφήνουν στην άκρη τους ρόλους τους, να γίνονται ο πραγματικός τους εαυτός, να αυτοσαρκάζονται αλλά και να απευθύνονται προκλητικά σε όλους εμάς: «Είναι τόσο ηλίθιοι οι θεατές ώστε να κρέμονται από τα χείλη μας;», «… το κοινό έχει αποβλακωθεί ή είναι τόσο απελπισμένο ώστε ν’ αναζητεί νοήματα στην πλήρη απουσία νοήματος;».

Τέτοιου τύπου «ευρήματα» δοκιμασμένα στο παρελθόν από άλλους συγγραφείς-σκηνοθέτες αλλά και από την ίδια, όπως και το επαναλαμβανόμενο μοτίβο της ακατάσχετης, υβριστικής φλυαρίας, στέκονται ενοχλητικά στην επιφάνεια του προβλήματος. Ακόμη και το γεγονός ότι η Λένα Κιτσοπούλου είναι ερμηνευτικά απόλυτα αυθεντική, η δουλειά της, που, ωστόσο, κάθε τόσο εκσφενδονίζει ποιητικές λάμψεις (όπως οι στίχοι που έγραψε για την «Γκόλφω» του Νίκου Καραθάνου), εν τέλει εκπέμπει απελπισμένη αγωνία.

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ / [email protected]