Ειρήνη Φαναριώτη: «Η μοναξιά είναι παντού και είναι και πουθενά»

eirini-fanarioti
ΤΕΤΑΡΤΗ, 08 ΙΟΥΝΙΟΥ 2016

Η Ειρήνη Φαναριώτη μας μιλά για την παράσταση «Monaksxá (a lonely planet)» που θα παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Αθηνών.

Φωτογραφίες: Χρυσαφένια Μόσχου

Τι είναι μοναξιά; Τι σημαίνει για τον καθένα; Είναι ως έννοια σύμφυτη με τον άνθρωπο; Ποιες εκφάνσεις της παρατηρούμε γύρω μας καθημερινά και ποιες κρύβονται πίσω από επιλογές, δράσεις και σύγχρονες συμπεριφορές;

Τέτοιου είδους ερωτήματα, συζητήσεις, έρευνες, προσωπικές μαρτυρίες και ιστορικά γεγονότα, αλλά και αποσπάσματα από κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αποτελούν το αντικείμενο της νέας παράστασης από την ομάδα Terre de Semis με τίτλο «Monaksxá (a lonely planet)», που χρησιμοποιεί ως μέσο την αφήγηση και τις τεχνικές της.

Έχει περάσει ενάμισης χρόνος από την πρώτη παράσταση της ομάδας στο Υπόγειο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, όταν με τους «Μεγάλους δρόμους» της Λένας Κιτσοπούλου κατάφεραν να βρουν τη φωνή τους στο αθηναϊκό θεατρικό στερέωμα και τη φετινή σεζόν απέδειξαν ότι έχουν αποκτήσει συγκεκριμένη ταυτότητα, μεταφέροντας στον ίδιο χώρο τον «Κύριο του Τζακ» του Γιάννη Σκαρίμπα.

Η συμμετοχή στο Φεστιβάλ Αθηνών έρχεται λοιπόν και ως επιβράβευση και είναι πραγματικά ενδιαφέρον ότι συμβαδίζει με την πρώτη φορά που η ομάδα επεξεργάζεται ένα δικό της κείμενο. Η έννοια της μοναξιάς θα μπει στο μικροσκόπιο μέσα από ένα πάρτι αλλαγής χρόνου (πόσο ταιριαστό, το γιατί μπορείτε να το διαβάσετε παρακάτω) και μιας και μας αρέσει το σύγχρονο νεανικό όραμα των Terre de Semis και βρίσκουμε τη συγκεκριμένη παράσταση μια από τις πιο ενδιαφέρουσες του φετινού προγράμματος της Πειραιώς 260, συναντήσαμε την συντονίστρια (και όχι επικεφαλής όπως δηλώνει η ίδια) των Terre de Semis, Ειρήνη Φαναριώτη, κάνοντας μια κουβέντα εφ όλης της ύλης που ξεκινά από την παράσταση και το Φεστιβάλ και επεκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις.

Από το υπόγειο του Νέου Κόσμου σε ενάμιση χρόνο στο Φεστιβάλ Αθηνών. Πώς έγινε αυτό;

Για μένα είναι μια πολύ ευχάριστη εξέλιξη. Η αλήθεια είναι πως ήταν ένα όνειρό μου. Πριν ξεκινήσω και τους «Μεγάλους δρόμους», ήταν μια φάση που δε μου άρεσε πώς κάνω αυτή τη δουλειά και δε μου άρεσαν και οι συνθήκες και έτσι πήρα την απόφαση να κάνω την ομάδα. Όταν ξεκίνησα έλεγα στα παιδιά πώς θα γίνει να κάνουμε μια φορά αυτό το πράγμα χωρίς να χρειάζεται να τρέχουμε παράλληλα και σε άλλες δουλειές και να είμαστε συγκεντρωμένοι σε αυτό που κάνουμε. Και τους έλεγα πως όταν μας πάρουν στη Στέγη και στο Φεστιβάλ όλα θα γίνουν καλύτερα. Το έλεγα σαν χιούμορ και τελικά έγινε. Τώρα που γίνεται βέβαια δεν το συνειδητοποιώ 100%, αλλά εννοείται είμαι πάρα πολύ χαρούμενη που γίνεται σε τέτοιες συνθήκες μια τέτοια προσπάθεια. Είμαι πολύ ευχαριστημένη στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, δεδομένου ότι είχαν πιστέψει πάρα πολύ τη δουλειά μου και με τη δεύτερη δουλειά, τον «Κύριο του Τζακ» με αγκάλιασαν περισσότερο θερμά και τώρα ξανά και θα συνεχίσω τη συνεργασία μου άσχετα με το φεστιβάλ. Αλλά πίστευαν πολύ σε μένα, οπότε τώρα είναι πολύ όμορφο και περίεργο ταυτόχρονα ότι έχει γίνει αυτό το πράγμα και είναι ωραίο να κάνεις τη δουλειά που θέλεις και να έχεις και ένα μπάτζετ (γέλια).

Για σένα ως νέος άνθρωπος τι σημαίνει το Φεστιβάλ Αθηνών; Τι εμπειρίες έχεις από αυτό μέσα στα χρόνια;

Εγώ από όταν ήμουν στη σχολή το περίμενα πώς και πώς το Φεστιβάλ. Πάντα θυμάμαι ότι με τους φίλους μου κλείναμε ομαδικά εισιτήρια να πάμε και περιμέναμε έξω από τις παραστάσεις με τις ώρες να μπούμε αν ήταν sold out. Ήμασταν υστερικοί θα έλεγα με το Φεστιβάλ. Θέλαμε πάρα πολύ να δούμε και τις ξένες παραστάσεις που ερχόντουσαν αλλά και τα πράγματα που συνέβαιναν με τους ανθρώπους από εδώ. Και για μένα ήταν πάντα το καλοκαίρι. Μπήκε το καλοκαίρι και θα γίνει το Φεστιβάλ και θα κατεβαίνω να βλέπω τις παραστάσεις με τους φίλους μου. Ήταν μέσα στο πλαίσιο του καλοκαιριού πάντα και το ίδιο συνέβαινε και με την Επίδαυρο. Τα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε και μέναμε όλοι μαζί σε ένα σπίτι για να δούμε τις παραστάσεις. Ήταν πολύ μέρος της διαδικασίας και άνοιγε το μυαλό σου πάρα πολύ και η σκέψη σου. Και στο εξωτερικό που πήγαινα ας πούμε, ήταν πάντα πολύ σημαντικό το Φεστιβάλ. Και μιλάω για τα χρόνια που το πρόλαβα από το 2005-2006 γιατί τότε ξεκίνησα να ασχολούμαι με το θέατρο. Πάντα υπήρχε υποσυνείδητα η σκέψη ότι μπορεί να μην παίξεις ποτέ στην Επίδαυρο ή να δουλέψεις στους χώρους του Φεστιβάλ και να είσαι μέρος εκεί, αλλά όταν άρχισε να πραγματοποιείται ήταν σαν ένα παιδικό όνειρο. Ότι πηγαίναμε με τη σχολή και μετά δουλεύω σε αυτό και τώρα σκηνοθετώ σε αυτό (γέλια).

Δεν ξέρω, ακούγεται πολύ εγωιστικό αλλά είναι ωραίο που συμβαίνει σε αυτή την εξελικτική πορεία σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Η πρώτη μου παράσταση ήταν στην Επίδαυρο και η δεύτερη επίσης, μετά ήμουν στο Φεστιβάλ και πολύ άμεσα μέσα σε ένα διάστημα έξι χρόνων που έχω τελειώσει, αυτό είναι το τέταρτο-πέμπτο πράγμα. Ήμουν και κομπάρσος στις «Βάκχες του Θωμά Μοσχόπουλου και σαν μαθήτρια στο δεύτερο έτος που ήμουν, ήταν μια φοβερή εμπειρία. Και τώρα που έχει ανοιχτεί αυτό το θέμα για το αν μπορούν να είναι εθελοντές τα παιδιά της σχολής, εγώ θεωρώ ότι είναι πολύ ωραίο να βρίσκονται εκεί. Γιατί έστω και μια φορά τους συμβαίνει να είναι σε τέτοιο πλαίσιο και παρακολουθούν και τις πρόβες και είναι όμορφο να συμμετέχεις σε μια-δύο τέτοιες παραγωγές το καλοκαίρι. Πιο παλιά νομίζω συνέβαινε πιο συχνά. Το Θέατρο Τέχνης ας πούμε έπαιρνε πιο συχνά φοιτητές να παίξουν σε παραγωγές, αλλά και το Εθνικό. Σε παραγωγές του Εθνικού υπήρχαν φίλοι μου που μου έλεγαν ότι είχαν παίξει στον «Ιππόλυτο» και δεν μιλούσαν, τύπου «κοντάρι» που λέμε, αλλά το κουβαλάς και είναι φοβερή εμπειρία να μπαίνεις σε αυτό το κομμάτι το καλοκαίρι. Είναι όπως όταν ήμασταν στο σχολείο όλο το χειμώνα και το καλοκαίρι μπαίναμε στην κατασκήνωση. Είναι ένα μέρος εκπαίδευσης και αυτό γιατί δεν είναι ότι κάνεις διακοπές με τους γονείς σου. Εντάσσεται στο εκπαιδευτικό κομμάτι.

Ποια είναι η πρώτη και σημαντικότερη ανάμνηση που σου έρχεται από το Φεστιβάλ ως θεατής; Αυτό που σου έχει μείνει περισσότερο και όταν ακούς για το Φεστιβάλ λες μέσα σου «αυτό».

Το πρώτο που μου έρχεται είναι ο «Άμλετ» του Οστερμάγιερ. Και τις «Οκτώ γυναίκες» θυμάμαι πολύ έντονα και επειδή ήμουν και πιο μικρή θεωρούσα μαγικό αυτό που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. Και πιο πρόσφατα πράγματα, όπως ο «Προμηθέας» του Έκτορα Λυγίζου που τον σκέφτομαι ακόμα και αυτό το είδος μου αρέσει πολύ.. Το κάθε ένα πράγμα μου άρεσε για διαφορετικό λόγο αλλά υπάρχουν πράγματα που μου έχουν μείνει πολύ έντονα στη μνήμη μου. Αυτά τα τρία είναι τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι από το Φεστιβάλ. Το καθένα για διαφορετικό λόγο, αλλά κυρίως για την ακρίβειά τους. Και οι τρεις αυτές παραστάσεις είχαν μια φοβερή ακρίβεια στο στόχο τους και αυτήν την ακρίβεια την ψάχνω πάρα πολύ στο θέατρο. Δεν μπορώ την «γενικούρα». Λέω συνέχεια ότι παιδιά, όχι γενικές επιλογές. Ό,τι θέλετε να είναι συγκροτημένο με στόχο. Όσο πιο ακριβές είναι κάτι, τόσο πιο σαφές είναι και το μήνυμα και επικοινωνούν και οι δημιουργοί και οι θεατές.

Μιας και μίλησες για ακρίβεια, ας πάμε και στην παράστασή σου, η οποία επικεντρώνεται στην έννοια της μοναξιάς. Και για μένα και οι «Μεγάλοι δρόμοι» και ο «Κύριος του Τζακ» σχετίζονται με ανθρώπους οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με τη μοναξιά.

Συζητούσαμε πρόσφατα με ένα φίλο και λέγαμε ότι μάλλον οι άνθρωποι που σκηνοθετούν έχουν ένα συγκεκριμένο τρόπο που ακολουθούν, γιατί υπάρχει ένα θέμα που τους ταλανίζει για χρόνια. Εγώ αυτό που έκανα και στις προηγούμενες παραστάσεις που ήταν και το πιο ισχυρό νομίζω ήταν πιο πολύ η έννοια του χωρισμού-αποχωρισμού. Βέβαια σε αυτό το κεφάλαιο είναι και η μοναξιά, αλλά σκέφτομαι πως ό,τι και να έκανα κάπου θα υπήρχε μοναξιά γιατί είναι παντού χωμένη. Και εν τω μεταξύ είναι και πολύ καλά καμουφλαρισμένη και εκεί στηριζόμαστε σε αυτή την παράσταση. Δεν πάμε να την αντιμετωπίσουμε κατά μέτωπο γιατί πώς και να την αντιμετωπίσεις; Δεν είναι κάτι που μπορείς να το πιάσεις και είναι υπαρκτό σε ύλη. Οπότε το εξετάζουμε από την πίσω όψη του. Δηλαδή αναζητάμε πού κρύβεται η μοναξιά και για αυτό στην παράσταση υπάρχει η αίσθηση ότι όλα είναι καλά. Οι άνθρωποι είναι πολύ καλά ντυμένοι και η μουσική είναι πάρα πολύ ευχάριστη. Τώρα το τι συμβαίνει στον κάθε ήρωα, εκτυλίσσεται σιγά-σιγά και οι άλλοι μιλάνε για τον άλλον. Οι ίδιοι οι ηθοποιοί είναι και ρόλοι και αφηγητές των άλλων χαρακτήρων που υπάρχουν στο πάρτι. Υπάρχει και το στοιχείο της έκθεσης μέσα στους θεατές και αυτός ήταν ένας μοναχικός δρόμος. Και επειδή συνειδητοποίησα ότι στις συνεντεύξεις οι άνθρωποι δεν ήθελαν να μιλήσουν πολύ για αυτό. Τι να ρωτήσεις και τι να απαντήσεις για την μοναξιά; Η μοναξιά είναι παντού και είναι και πουθενά. Λίγοι άνθρωποι ήταν ανοιχτοί σε αυτό το διάλογο. Οι πιο πολλοί έλεγαν τι ερωτήσεις ήταν αυτές. Τόσος κόσμος έχει νιώσει μοναξιά, δεν είμαι μόνη μου. Και επειδή κατάλαβα ότι είναι δύσκολο να μιλήσει κάποιος για τη μοναξιά του, θεώρησα καλύτερο να μιλήσει ο διπλανός του για αυτόν. Πιο πολύ μπορώ να το παρατηρήσω εγώ στον άλλο παρά στον εαυτό μου.

Το συμπέρασμά σου ποιο είναι από την έρευνα; Πόσο μόνοι είναι οι άνθρωποι σήμερα στην πόλη;

Το θέμα δεν είναι αν είναι μόνοι αλλά το πόσο το παραδέχονται. Η μοναξιά είναι κομμάτι του εαυτού του καθενός και υπάρχει. Δεν είναι κάτι που είναι αρρώστια και ή γεννιέσαι με αυτό ή σου συμβαίνει στην πορεία. Είναι κύριο χαρακτηριστικό. Διαβάσαμε πάρα πολλές έρευνες και μιλήσαμε με ψυχολόγους και ψυχιάτρους και είναι ένας μηχανισμός που ξεκινάει και σωματικώς. Διαβάσαμε ότι το αίσθημα της μοναξιάς μπορεί να ανεβάσει τη χοληστερίνη, αυξάνει την παχυσαρκία, δημιουργεί καρδιακές παθήσεις και επηρεάζονται τα κύτταρα από αυτό το αίσθημα. Είναι ένας φαύλος κύκλος ουσιαστικά που συμβαίνει. Και δεν είναι κάτι που πρέπει να νιώσεις ότι το έχεις εσύ ή ο άλλος. Και αυτός που το έχει δε χρειάζεται να είναι και τόσο βαρύς. Αυτό το ότι δεν είμαι πολύ καλά είναι μια έλλειψη και ένα κενό που δημιουργείται από την ημέρα της γέννησης του ανθρώπου που αποχωρίζεται τη μάνα, οπότε ήδη νιώθει ξεχωριστό ον και συνεχίζεται με τον απογαλακτισμό, την πρώτη μέρα στο σχολείο, στην εφηβεία είναι πολύ έντονο, μετά μπορεί να το νιώσεις και στην οικογένεια και στη δουλειά όταν δεν έχεις πολύ χρόνο για την προσωπική σου ζωή ή όταν μένεις με τους γονείς σου και δεν μπορείς να φύγεις γιατί οικονομικά δεν είσαι ανεξάρτητος. Μέσα σε όλα αυτά υπάρχει αυτό το κομμάτι και δεν είναι κάτι που πρέπει να λέμε «ωχ, τι είναι αυτό το πράγμα που συμβαίνει». Είναι στοιχείο του ανθρώπου.

Εγώ η ίδια αναρωτιόμουν τι είναι μοναξιά και τι είναι αυτό το πράγμα που συμβαίνει και γιατί όταν ένας άνθρωπος σου προσφέρει τον εαυτό του εσύ δε θέλεις να το πάρεις, παρόλο που αισθάνεσαι μόνος και θα ήθελες να έχεις έναν άνθρωπο. Και στο επίπεδο της φιλίας και στο ερωτικό κομμάτι και στο επαγγελματικό και αναρωτιέμαι γιατί να συμβαίνει αυτό. Και τώρα με αυτή την έρευνα συνειδητοποιώ ότι συμβαίνει γιατί είναι στη φύση του ανθρώπου να συμβαίνει. Πολλοί άνθρωποι νιώθουν μοναξιά και είναι συμφιλιωμένοι με αυτό και θέλουν να γυρνούν σπίτι και να είναι μόνοι τους, βέβαια κάποιες φορές τα όρια είναι δυσδιάκριτα κατά πόσο είναι επιλογή ή αποτέλεσμα κάποιων επιλογών που έχεις κάνεις. Ένα ωραίο απόσπασμα από μια συνέντευξη είναι ότι τελικά αυτό που νομίζεις ότι έχεις επιλέξει, σε έχει επιλέξει. Οπότε εκεί γίνεται πιο περίπλοκο το πράγμα. Λες ότι υπάρχουν στιγμές της καθημερινότητάς μου που θέλω να τις μοιραστώ και εκεί μου λείπει κάποιος. Είναι τόσο λεπτή η γραμμή. Και τώρα μιλάμε βέβαια για τους ανθρώπους που έχουν έναν αρκετά έντονο κοινωνικό περίγυρο. Δε μιλάμε για ανθρώπους όπως οι άστεγοι ή οι ηλικιωμένοι στα γηροκομεία που είναι αντικειμενικά μόνοι τους και όντως δεν έχουν κάποιον. Αυτοί να ξέρεις ότι αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη αισιοδοξία και με πιο ζωντανά χρώματα αυτή τους την μοναξιά. Συνήθως οι άνθρωποι που πέφτουν σε κατάθλιψη που είναι και η ακραία μορφή είναι αυτοί που έχουν πολύ έντονο κοινωνικό περίγυρο. Δηλαδή έχουν μια έντονη κοινωνική ζωή και δουλεύουν πολλές ώρες.

Απλά δεν επικοινωνούν.

Ακριβώς, δεν επικοινωνούν με τους άλλους για χίλιους δυο λόγους, αλλά οι άνθρωποι που είναι μόνοι τους δεν νιώθουν τόση μοναξιά όσο αυτοί.

Ισχύει. Το να είσαι μόνος σου ενώ είσαι μαζί με τους άλλους νομίζω είναι το χειρότερο είδος μοναξιάς.

Βέβαια. Κάναμε με τα παιδιά έναν πολύ ωραίο αυτοσχεδιασμό που όλοι παίζουν παντομίμα από μια παρέα και υπάρχει ένας που είναι καινούριος. Και λένε «πέρυσι στην Άνδρο! Ο Γιώργος!» και καταλαβαίνουν κατευθείαν την απάντηση γιατί πώς παίζουμε το Taboo και δε χρειάζεται να πεις πολλά αν ξέρεις καλά τον άλλο απέναντι και εσύ λες μα πού κατάλαβε ο άλλος τι εννοούσε. Είχαμε φτιάξει μια ομάδα όλοι να καταλαβαίνουν και ο ένας να μην καταλαβαίνει και είναι το πιο τραγικό πράγμα που μπορούσες να δεις επί σκηνής και φαντάσου είναι τόσο απλό. Είναι τραγικό εκείνη την ώρα γιατί ο τρόπος που αντιδρούσε εκείνη την ώρα αυτός που βρίσκεται έξω από την παρέα είναι πολύ στενάχωρος. Κάποιοι δηλαδή να διασκεδάζουν και κάποιος να μην μπορεί να συνδεθεί. Και αυτό δε συμβαίνει μόνο στην ηλικία μας αλλά και σε ανθρώπους που είναι πιο μεγάλοι και έχουν οικογένεια και νιώθουν ολοκληρωμένοι, περνώντας ο καιρός συνεχίζει ξανά το κενό να υπάρχει. Για λίγο καιρό το καλύπτεις και μετά ξαναεμφανίζεται. Πρέπει να συμφιλιωθούμε όλοι με την ύπαρξη του κενού. Υπάρχει, είναι εκεί και προχωράμε.

Πώς είναι να ξεκινάς μια παράσταση χωρίς να έχεις ένα έτοιμο κείμενο αυτή τη φορά;

Δύσκολο, γιατί εγώ σε όλες μου τις παραστάσεις στηριζόμουν στα κείμενα. Ήταν ο βασικός μου μπούσουλας και δεν έφευγα ποτέ από αυτό. Δεν πήγαινα δηλαδή σε παράλληλα κείμενα. Τώρα που δεν υπάρχει κείμενο ασχολήθηκα πολύ με το θέμα. Τι μπορεί να σημαίνει η μοναξιά. Στηρίχθηκα πάρα πολύ πάνω στις έρευνες με τα παρακλάδια και τις περιπτώσεις που θέλαμε να εφαρμόσουμε. Και κάπως έτσι, σιγά-σιγά φτιάχναμε τον βασικό πυρήνα της περιπτωσιολογίας της παράστασης. Είχαμε παράλληλα φέρει και κάποια κείμενα –επιστημονικά και λογοτεχνικά- και γενικά ό,τι σχετίζεται με τη μοναξιά στη σχέση, στην οικογένεια, στην πόλη, στο δρόμο και οπουδήποτε μπορεί να υπάρχει. Ο καθένας έφερνε 2-3 κομμάτια και από αυτά κάποια έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον σε σχέση και με την περιπτωσιολογία που είχαμε βρει. Σχεδόν συμπτωματικά τα πράγματα που βάλαμε κολλούσαν κατευθείαν και τα προσαρμόσαμε στον κάθε άνθρωπο και τον κάθε χαρακτήρα και μετά στον κάθε ηθοποιό που αφηγείται αυτό τον χαρακτήρα. Δηλαδή υπήρχε ένα στάδιο της προσαρμογής της προσαρμογής. Γιατί πέρα από τους ανθρώπους για τους οποίους μιλάμε για αυτούς, θα ήταν και λίγο περίεργο και άδικο να μη μιλάμε για τους εαυτούς μας. Δε θα μπορούσαμε να μιλάμε για άλλους ανθρώπους χωρίς να μιλάμε για την Ειρήνη, τον Άρη, την Μυρτώ, την Δήμητρα, τον Βασίλη και τον Δημήτρη. Νομίζω πως ήταν αναγκαίο να συμβεί αυτό και ήταν και είναι ακόμη δύσκολο γιατί δεν έχουμε βρει την τελική ροή των κειμένων. Συνέχεια τους αλλάζουμε σειρά. Δύσκολο για δύο μήνες δουλειάς, απ’ την άλλη είναι φοβερή εμπειρία να το βιώνω και να βλέπω κάτι να γεννιέται πάνω στη σκηνή εκείνη την ώρα.

Η μουσική του Κωστή Μαραβέγια πώς προέκυψε;

Τον Κωστή τον ξέρω και πολλά χρόνια αλλά η μουσική του μου κάνει κάτι πολύ ανάλαφρο και ταυτόχρονα έχει ένα στίχο που κάτι σου λέει. Η μουσική του είναι πολύ στον αέρα και «ίπταται». Ωστόσο έχει τύχει να ακούσω τραγούδια του που η μουσική σου λέει ότι όλα θα πάνε καλά και από κάτω οι στίχοι λένε ότι η ζωή είναι μικρή και δεν ξέρεις γιατί, μεγαλώνεις και φεύγεις. Και λέω τι λέει ο στίχος και τι τραγουδάω αυτή τη στιγμή εγώ στο αυτοκίνητό μου χαρούμενη πηγαίνοντας για μπάνιο (γέλια); Και εκεί νομίζω κόλλησε πάρα πολύ με τη φιλοσοφία του πάρτι. Το πάρτι είναι ελαφρύ και είναι όντως ένα πάρτι εν αναμονή μιας αλλαγής. Περιμένεις να αλλάξει ο χρόνος και είσαι πολύ χαρούμενος για αυτό. Δηλαδή ακόμη ένα πάρτι είναι, αλλά η ψυχολογία του ανθρώπου είναι λίγο περίεργη στην αλλαγή είτε με θετικό πρόσημο είτε με αρνητικό. Κάποιοι παθαίνουν και κατάθλιψη ότι πέρασε ένας χρόνος και τι έκανα τον προηγούμενο. Και λειτουργεί συμπληρωματικά-χιουμοριστικά η μουσική του Κωστή πάνω στα κείμενα τα οποία έχουν πολύ ειδικό βάρος και μαθαίνεις πράγματα για τους ανθρώπους που μπορεί να μη φανταζόσουν και να μη βλέπεις στη σκηνή. Γιατί είναι άνθρωποι που έχουν πάει σε ένα πάρτι και είναι πολύ ωραία ντυμένοι και πολύ ωραία μακιγιαρισμένοι αλλά μαθαίνεις για αυτούς πολύ περίεργα πράγματα και ήθελα και η μουσική να είναι σε αυτό το στυλ, ζωντανή και όμορφη και να τραγουδάς κάτι που είναι πολύ δυνατό υπαρξιακά αλλά να νομίζεις ότι είναι πολύ ελαφρύ και πιο ευχάριστο και απενοχοποιημένο, χωρίς το αίσθημα της ενοχής ότι τραγουδάω για τη μοναξιά.

Πάντως στο μυαλό μου η έννοια ενός πάρτι είναι σε μεγάλο βαθμό αλληλένδετη με την έννοια της μοναξιάς.

Για μένα 100%. Για αυτό και καταλήξαμε στο πάρτι γιατί είναι πολύ ξεκάθαρο. Εν τω μεταξύ έχει και αυτά τα στάδια. Είναι η προετοιμασία και τι θα βάλω, τι θα κάνω και πώς θα γίνει και την ώρα που το ζεις λες θα γίνει κάτι και σταδιακά αρχίζει και χαλάει σιγά-σιγά. Πίνεις πολύ και εκεί που είσαι τελείως στα κόκκινα της διασκέδασης αρχίζεις και δεν αισθάνεσαι καλά και μέσα στο πλήθος αναρωτιέσαι τι κάνεις και γιατί είσαι εκεί και γυρνώντας πρέπει να αντιμετωπίσεις την επόμενη μέρα που είναι αντικειμενικά δύσκολη. Ακόμη και τέλεια να έχεις περάσει και να είναι το καλύτερο πάρτι της ζωής σου, η επόμενη μέρα θα είναι αντικειμενικά δύσκολη. Δε θα είναι εξίσου ευχάριστα τα πράγματα.

Τι εκφράζουν οι Terre de Semis για σένα σε αυτή τη φάση; Και πόσο σημαντικό είναι ότι έφτασες στο φεστιβάλ μαζί με αυτή την ομάδα;

Ο λόγος που υπάρχει αυτή η ομάδα είναι αυτή η ομάδα και αυτά τα παιδιά. Δε θα έκανα ομάδα αν δεν ήταν αυτοί. Η ιδέα της ομάδας ξεκίνησε από την παρέα. Ουσιαστικά ήθελα να δουλεύω με τους φίλους μου και ήθελα οι φίλοι μου να έχουν δουλειά ταυτόχρονα. Αν μου έλεγαν τα παιδιά ότι δεν μπορούν να συμμετέχουν στο φεστιβάλ, δε θα το έκανα χωρίς αυτούς. Δε θέλω να γίνω σκηνοθέτης. Συντονίστρια είμαι ουσιαστικά ενός πράγματος που δημιουργείται από συγκεκριμένους ανθρώπους με πολύ συγκεκριμένες δυναμικές. Και έχουν κολλήσει πολύ ωραία και τα παιδιά που μπήκαν τώρα, δηλαδή ο Δημήτρης Μοθωναίος, η Δήμητρα Μητροπούλου και ο Βασίλης Σαφός. Αυτό είναι ένα στοιχείο ότι μπορεί να επιλέξω ποιοι μπορούν να ταιριάξουν στο υπάρχον σχήμα, αλλά χωρίς την Μυρτώ και τον Άρη δε θα πήγαινα και χωρίς και την Χαρά Κότσαλη που ήταν και στις τρεις παραγωγές και την Τίνα Τζόκα που κάνει τα σκηνικά. Δηλαδή μερικοί άνθρωποι είναι βασικός πυρήνας στις δουλειές μου και έφτιαξα τις ημερομηνίες έτσι ώστε να μπορούν αυτοί. Είναι η ανάγκη μου να υπάρχω με αυτούς τους ανθρώπους και πραγματικά νομίζω ότι το αίσθημα της μοναξιάς στη δουλειά με παρακίνησε να θέλω να δουλέψω με αυτούς τους ανθρώπους. Υπάρχουν και σκαμπανεβάσματα αλλά είμαστε μια οικογένεια. Θα μαλώσεις με την αδερφή σου αλλά εντάξει, θα τα ξαναβρείτε την άλλη μέρα και κάτι θα γίνει και θα είστε εκεί μαζί. Για μένα είναι οικογένεια τα παιδιά πια και δε θέλω να υπάρχει συνέχεια χωρίς αυτούς για μένα γιατί δε θέλω να είμαι γενικά σκηνοθέτης. Θέλω να είμαι με αυτούς τους ανθρώπους, υποχρεωτικά (γέλια).

Ταυτότητα παράστασης

Σύλληψη-δραματουργία-σκηνοθεσία: Ειρήνη Φαναριώτη, Terre de Semis. Μουσική σύνθεση: Κωστής Μαραβέγιας. Επιμέλεια κίνησης: Χαρά Κότσαλη. Σκηνικά-Κοστούμια: Τίνα Τζόκα.

Παίζουν: Άρης Λάσκος, Μυρτώ Γράψα, Δημήτρης Μοθωναίος, Ειρήνη Φαναριώτη, Δήμητρα Μητροπούλου, Βασίλης Σαφός.

Πληροφορίες: «Monaksxá (a lonely planet)» από τους Terre de Semis, στις 30 Ιουνίου και 1 Ιουλίου στην Πειραιώς 260 (Κτίριο Ε). Ώρα έναρξης: 21:00. Τιμές εισιτηρίων: 15 ευρώ, 5 ευρώ (φοιτητικό, άνεργοι, Α.μεΑ.)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]