Όσο οι «Όρνιθες» φτερουγίζουν στη Στέγη, εμείς θυμόμαστε όσα ζήσαμε στην Επίδαυρο

ornithes
ΤΕΤΑΡΤΗ, 21 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2016

Θυμόμαστε τις εντυπώσεις από ένα όνειρο που βιώσαμε ένα αυγουστιάτικο βράδυ στην Επίδαυρο, και που τώρα μεταφέρθηκε στη Στέγη, στο κέντρο της πόλης.

Ένα από τα καλύτερα τηλεοπτικά επεισόδια του 2016 είναι το τέταρτο της τρίτης σεζόν του «BoJack Horseman» με τίτλο «Fish Out of the Water». Πρόκειται για μια ενήλικη animation κωμική σειρά που παρακολουθεί τη ζωή ενός ανθρωπόμορφου αλόγου που σημείωσε επιτυχία στα 90s μέσα από ένα sitcom, αλλά τώρα περνάει κρίση μέσης ηλικίας έχοντας μείνει σε εκείνη την εποχή. Η πρώτη σεζόν είχε έναν πιο ανάλαφρο τόνο και στόχο είχε να στηλιτεύσει τη λειτουργία της βιομηχανίας του θεάματος, στη δεύτερη σεζόν δοκίμασε να αντιμετωπίσει με σοβαρότητα την κατάθλιψη και στην τρίτη σεζόν που προβλήθηκε φέτος το καλοκαίρι προέταξε την άποψη πως το τελευταίο οχυρό που έχουμε σε αυτό τον χαοτικό κόσμο είναι οι ανθρώπινες σχέσεις.

Η σειρά του Netflix έχει ξεχωρίσει ως μια από τις αγαπημένες των κριτικών και θεωρείται ήδη από τις πιο πρωτοποριακές των τελευταίων ετών. Ειδικά στο επεισόδιο που αναφέραμε παραπάνω ωστόσο αποκτά μια ελευθερία αφήγησης που σπάνια συναντάς οπουδήποτε. Ο BoJack ταξιδεύει σε μια πολιτεία στον ωκεανό ώστε να προωθήσει τη νέα του ταινία και μιας και βρίσκεται κάτω από το νερό φορώντας μάσκα οξυγόνου, δεν μπορεί να μιλήσει σε κανέναν. Όλο το επεισόδιο λειτουργεί σαν βωβό σινεμά, έχοντας επιρροές από τον Ζακ Τατί, το «Χαμένοι στη μετάφραση» της Σοφία Κόπολα, μέχρι και τον «Μπομπ Σφουγγαράκη». Το αποτέλεσμα είναι ένα πολύχρωμο σουρεαλιστικό ταξίδι που αναζητά το νόημα της ζωής, με την προσγείωση στο ρεαλισμό να είναι οδυνηρή και απότομη. Είναι ένα θέαμα που προτείνει μια νέα μορφή επικοινωνίας του μηνύματος και βλέποντάς το δεν μπορείς παρά να εκτιμήσεις αυτή τη διαφορετικότητα, ακόμη και αν δεν είσαι βέβαιος ότι ήμαστε έτοιμοι για να τη δεχτούμε.

Όχι ακριβώς μια συνηθισμένη εισαγωγή, αλλά αυτόν ακριβώς τον συνδυασμό αμηχανίας και δέους νιώσαμε παρακολουθώντας τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη δια χειρός Νίκου Καραθάνου στην Επίδαυρο. Το έργο είναι γνωστό και έχουν γραφτεί ήδη αρκετά και για αυτό και για τη συγκεκριμένη παράσταση, οπότε η υπόθεση είναι γνωστή. Ο Πεισθέταιρος και ο Ευελπίδης αναζητούν το πουλί τσαλαπετεινό, ο οποίος κάποτε ήταν ο βασιλιάς Τηρέας, για να το ρωτήσουν σε ποια πόλη μπορεί κάποιος να ζήσει ήσυχα και ειρηνικά. Η απάντηση που θα πάρουν δε θα τους ικανοποιήσει, για αυτό ο Πεισθέταιρος θα συλλάβει την ιδέα της δημιουργίας μιας πόλης στους αιθέρες, ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων και των θεών. Το όνομα αυτής θα είναι Νεφελοκοκκυγία, με τα πουλιά να γίνονται ρυθμιστές της θεϊκής εξουσίας. Χτίζεται λοιπόν ένα τείχος το οποίο εμποδίζει την τσίκνα από τις θυσίες να ανέβει στους θεούς. Οι θεοί με τη σειρά τους αντιδρούν και στέλνουν ως αγγελιαφόρο την Ίριδα, την οποία εκδιώχνει βίαια ο Πεισθέταιρος, για να έρθει στη συνέχεια ολόκληρη αντιπροσωπεία να διαπραγματευθεί, με την ένωση στο τέλος να μην είναιαπαραίτητα καλή ή κακή, με τον Καραθάνο να επεμβαίνει και να αφήνει στο θεατή να το κρίνει αυτό.

Σίγουρα οι «Όρνιθες» ήταν η παράσταση που συζητήθηκε περισσότερο στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και αυτό πριν ακόμη παιχτεί στο θέατρο. Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών δεν είναι φειδωλή στην προώθηση των παραγωγών της και μιας και κατεβαίνει για πρώτη φορά στην Επίδαυρο, το γεγονός ήταν μεγάλο. Με έναν «βομβαρδισμό» υλικού, από εικόνες και trailer στο διαδίκτυο μέχρι αφίσες σε στάσεις λεωφορείων, όλοι γνώριζαν για την παράσταση. Οι προσδοκίες ήταν επομένως τεράστιες και θα ήταν εκ προοιμίου πολύ δύσκολο να εκπληρωθούν. Όσο ακατόρθωτο και αν έμοιαζε πάντως αυτό το εγχείρημα, η επιμονή της Στέγης δικαιώθηκε με έναν διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ίσως αναμέναμε. Μιας και τη σκηνοθεσία της παράστασης είχε αναλάβει ο Νίκος Καραθάνος, σίγουρα κάποιος θα περίμενε ένα πλήρως ανατρεπτικό περιεχόμενο με ακραίο χιούμορ και πολλές στιγμές που το δραματικό συναντά το γελοίο. Αντ’ αυτού, αντικρίσαμε οπτικοποιημένη ποίηση και ένα αφαιρετικό αριστούργημα.

Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν πράγματα να καταλογίσεις στην παράσταση. Αν κάτσεις και την αναλύσεις σκηνή προς σκηνή και πέρασμα προς πέρασμα, υπάρχουν σημαντικά θέματα ρυθμού και συνοχής. Κάποιες φορές νιώθεις ότι μαγεύεσαι από το θέαμα που παρακολουθείς και θες να πατήσεις παύση και να γυρίσεις πίσω να ξαναδείς συγκεκριμένες σκηνές, ενώ μερικές άλλες σχεδόν ιδρώνεις από την ανυπομονησία να τελειώσει κάτι και να προχωρήσει η πλοκή παρακάτω. Επίσης, η παρουσία μιας γυναίκας με νανισμό (η δημόσια υπάλληλος Βασιλική Δρίβα) στο ρόλο της αηδόνας αν και είναι ευφάνταστη και προφανώς συγκινεί σε ένα πρώτο επίπεδο (κάτι που κερδίζει η ίδια με την ερμηνεία της), τα λόγια της ρέπουν προς το εύκολο μελό και από ένα σημείο και έπειτα θαρρείς ότι σου επιβάλλεται τι πρέπει να νιώσεις (κάτι για το οποίο ευθύνεται και η σε σημεία επίπεδη μετάφραση του Γιάννη Αστερή). Ισχυρός είναι και ο συμβολισμός της ανάθεσης του παντοδύναμου Δία στον παραολυμπιονίκη Γιάννη Σεβδικαλή, αν και δεν είμαστε σίγουροι κατά πόσον το κοινό δέχεται και αντιλαμβάνεται αυτές τις αναθέσεις ρόλων για το πραγματικό μήνυμα που περνούν ή απλά χειροκροτεί επειδή νιώθει ενοχικά πως αυτό πρέπει να κάνει, αδιαφορώντας για τη θέση αυτών των προσώπων μέσα στο έργο και τι αποσκοπεί αυτή η τοποθέτησή τους.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξίζει όμως να εστιάσουμε σε όλα αυτά. Υπάρχει μια πρωτοπορία στον τρόπο της αφήγησης η οποία σε μαγεύει και σε συγκλονίζει και αν έλειπε ο,τιδήποτε από την παράσταση ίσως να μην είχε την ίδια ισχυρή επίδραση πάνω μας. Ο συνδυασμός της άψογης κινησιολογίας της Αμαλίας Μπένετ με την ονειρική μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου και τα εντυπωσιακά σκηνικά της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου δημιουργεί ένα θέαμα που σε συγκινεί και σε διαπερνά, ιδίως τις στιγμές που λείπουν τα λόγια. Μπορεί τα πουλιά της παράστασης να μη φορούν φτερά, ο τρόπος όμως που κινούνται υπό τις εξαίσιες μελωδίες σου δίνει την εντύπωση πως ίπτανται. Όλοι οι ηθοποιοί υπηρετούν πιστά το όραμα της παράστασης και από τη στιγμή που φύγαμε από το θέατρο προσπαθούμε να συνειδητοποιήσουμε αν όντως παρακολουθήσαμε σκηνές σαν αυτή που τα πουλιά κάνουν την πρώτη εμφάνισή τους και επιτίθενται στους δύο άνδρες ή αυτή που η ελευθεριότητα και ο ηδονισμός της ιδανικής πολιτείας αποτυπώνονται στο γυμνό ντους μέσα στο δάσος. Και φυσικά δεν μπορούμε να μη μιλήσουμε για το φινάλε με τη χρήση ενός μεγάλου φωτισμένου μπαλονιού, το οποίο επιτείνει την εντύπωση του ονείρου και συγκίνησε ολόκληρο το θέατρο, με τον καθένα ξεχωριστά να έχει να σου πει κάτι διαφορετικό για το λόγο που τον άγγιξε.

Από το θίασο ξεχωρίσαμε τον ίδιο τον Νίκο Καραθάνο ως Πεισθέταιρο, ο οποίος μετέφερε με ακρίβεια την «κουτοπονηριά» του χαρακτήρα του, με τον Άρη Σερβετάλη να μην αφήνεται πλήρως στο ρόλο του Ευελπίδη, αλλά να διαθέτει κάποιες πολύ καλές στιγμές. Ο Μιχάλης Σαράντης είναι γνωστό ότι διαθέτει άριστη κίνηση και είναι πραγματικά ταιριαστή και ιδιοφυής η τοποθέτησή του σε ρόλο πουλιού. Οργώνει τη σκηνή, διαθέτει ενέργεια και χιούμορ και βοηθάει και τον υπόλοιπο θίασο των πουλιών να ανέβει. Φανταστικός ο Χρήστος Λούλης στο ρόλο του τσαλαπετεινού, αφού ντυμένος ως μαύρη χήρα εμφανίστηκε τελείως απελευθερωμένος απ’ ό,τι τον έχουμε συνηθίσει και φάνηκε να το απολαμβάνει. Οι περισσότερες στιγμές γέλιου στην παράσταση πιστώνονται σε αυτόν. Αξίζει να γίνει ιδιαίτερη μνεία και για την Ίριδα της Γαλήνης Χατζηπασχάλη, η οποία ανέβασε ξανά το ενδιαφέρον της παράστασης σε ένα σημείο που όδευε προς μια καμπή. Τέλος, πρέπει να μιλήσουμε για την επιβλητική παρουσία της Φωτεινής Μπαξεβάνη μέσα σε ένα κοστούμι πουλιού, με τις δύο-τρεις φορές που χρειάστηκε να μιλήσει η σιωπή στην Επίδαυρο να είναι εκκωφαντική από το δέος αυτού που συμβαίνει. Όσο για την Νατάσα Μποφίλιου, ίσως κάποιοι να περίμεναν πως θα είχε κεντρικό ρόλο, ωστόσο περιορίστηκε στο να συνοδεύει με τη φωνή της κάποιες από τις μελωδίες της παράστασης. Είναι όμως τέτοιο το εύρος και η έκταση της χαρακτηριστικής φωνής της που δεν μπορούμε να φανταστούμε την παράσταση χωρίς αυτήν.

Δεν ξέρουμε αν οι «Όρνιθες» του Καραθάνου θα μείνουν στην ιστορία και κάποτε θα είμαστε εμείς οι παλιότεροι που παραμιλάνε για αυτές, όπως πράττουν οι σημερινοί γηραιότεροι για την εκδοχή του Κουν και του Χατζιδάκι. Το βέβαιο είναι πως όλοι όσοι βρεθήκαμε στο αρχαίο θέατρο πήραμε μαζί μας ένα διαφορετικό κομμάτι της παράστασης, το οποίο είναι δύσκολο να το εξηγήσουμε στους υπόλοιπους. Η Στέγη έχει αποδείξει ότι επιδιώκει την ένωση των τεχνών, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην αισθητική και το εικαστικό κομμάτι, καθώς αυτός ο δρόμος σύμπτυξης είναι ο μοναδικός για να νιώσεις ολοκληρωμένος απέναντι σε ένα θέαμα. Η συγκεκριμένη παράσταση είναι εκτός όλων των άλλων ένα παράδειγμα για όλα αυτά που επιχειρεί να εκφράσει η Στέγη ως φορέας πολιτισμού, οπότε για αυτό εκτιμούμε ακόμη περισσότερο ό,τι πέτυχε. Και ανάμεσα στη «Λυσιστράτη» του Μιχαήλ Μαρμαρινού και τους «Όρνιθες» του Νίκου Καραθάνου, επιτέλους μετά από χρόνια σύγχυσης αποκτήσαμε τον Αριστοφάνη που μας αξίζει.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]