Ο «Young Lear» είναι μια πολυεπίπεδη, φρέσκια και διασκεδαστική θεατρική πρόταση

young-lear
ΠΕΜΠΤΗ, 06 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2016

Η άποψή μας για την παράσταση που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και συνεχίζεται στο θέατρο Θησείον.

Είναι σύνηθες φαινόμενο τα τελευταία χρόνια η επεξεργασία και ελεύθερη διασκευή κλασικών κειμένων από νέους δημιουργούς που προσπαθούν να βρουν σε αυτά μια νέα γλώσσα για να μιλήσουν για ζητήματα διαχρονικά, αλλά και για την επείγουσα επικαιρότητα. Ο Σαίξπηρ διαθέτει πρόσφορο έδαφος για τέτοιες απόπειρες. Η σπουδή που έχει πραγματοποιήσει στις ανθρώπινες σχέσεις είναι άχρονη και μπορεί να νοηματοδοτήσει οποιαδήποτε εποχή. Ο «Βασιλιάς Ληρ» αποτέλεσε έναν τέτοιο οδηγό για την Ιόλη Ανδρεάδη και τον Άρη Ασπρούλη ώστε να πατήσουν πάνω και να χτίσουν κάτι σύγχρονο, αθεράπευτα σαιξπηρικό στον πυρήνα του, μα και ολότελα δικό τους.

Φαντάστηκαν λοιπόν έναν «Βασιλιά Ληρ» που παίζεται στην αίθουσα αναμονής ενός νοσοκομείου, την ίδια ώρα που ο πατέρας-Ληρ κάνει μια σοβαρή επέμβαση και βρίσκεται κοντά στο θάνατο. Και αυτή η απουσία του πατέρα είναι σημαντική, γιατί δίνει την ευκαιρία στα πέντε παιδιά του να παίξουν το έργο, όπως τότε που ήταν παιδιά. Μόνο που αυτή τη φορά ο Πρώτος Γιος είναι αυτός που θα υποδυθεί τον Ληρ, με τον αδερφό του και τις τρεις κόρες να ακολουθούν τα λόγια του.

Ο «Young Lear» δεν είναι μια κατά γράμμα μεταφορά του γνωστού σαιξπηρικού έργου. Διατηρείται ένας σκελετός από κάποιες σκηνές που εξυπηρετούν τους στόχους της παράστασης και τα σχόλια γύρω από το κράτος, τη φύση και την παράνοια της εξουσίας αφήνονται στην άκρη. Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι οι σχέσεις του Ληρ με τα παιδιά του και κατ’ επέκταση όσα ανομολόγητα πάθη καταφέρνουν να εκφράσουν κάτω από το μανδύα των ρόλων. Αναλαμβάνοντας να παίξουν τους χαρακτήρες του «Βασιλιά Ληρ», συνειδητοποιούν στην πορεία ότι τα λόγια του Σαίξπηρ ταιριάζουν ιδανικά με τις σκέψεις τους τη δεδομένη χρονική στιγμή και, έτσι, ζήλειες και έριδες βρίσκουν την ευκαιρία να αναδυθούν στην επιφάνεια δίχως καμία ντροπή.

Είναι πανέξυπνος ο τρόπος που ο Σαίξπηρ κουμπώνει με μια σύγχρονη οικογενειακή τραγωδία, ακόμη πιο ιδιοφυής είναι ωστόσο ο συμβολισμός που οδήγησε και στη δημιουργία και ανάπτυξη αυτής της παράστασης. Όταν χάνουμε τους γονείς μας, τότε αλλάζει η ταυτότητά μας και ολόκληρη η ύπαρξή μας. Σταματάμε να είμαστε ο γιος ή η κόρη και περνάμε σε ένα άλλο στάδιο, αυτό της οριστικής και αμετάκλητης ενηλικίωσης. Και τότε καλούμαστε να ανταπεξέλθουμε σε αυτή τη σκηνή, την γεμάτη τρελούς, απροστάτευτοι και μόνοι, ανιχνεύοντας τα προβλήματα που μας έρχονται με τα δικά μας μέσα. Οι νέοι της εποχής μας δε ζουν όμως μια συνθήκη κατά την οποία καλούνται να εξερευνήσουν μια νέα κατάσταση, χωρίς να μπορούν να πατήσουν σε γνώριμες βάσεις του παρελθόντος; Κάτω από αυτό το πρίσμα, η ιδέα για τον «Young Lear» αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον και ο λόγος του Σαίξπηρ εξυψώνεται ως η μοναδική σταθερά.

Διαβάζοντας όλα αυτά, εύλογα κάποιος μπορεί να νομίσει ότι μιλάμε για ένα βαρύ έργο που απαιτεί πρότερη εις βάθος γνώση του Σαίξπηρ για να το παρακολουθήσει. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Οι συντελεστές της παράστασης είναι νέοι άνθρωποι που ξέρουν μεν πολύ καλά το αντικείμενό τους και το αντιμετωπίζουν με κριτική και διεισδυτική ματιά, δεν παύουν όμως να είναι νέοι άνθρωποι και δε θέλουν να το κρύψουν. Το αποτέλεσμα είναι λοιπόν φρέσκο και απρόσμενα διασκεδαστικό, με την κίνηση και τη δραματουργία να δημιουργούν κάποιες αυθόρμητα κωμικές σκηνές, χωρίς να υποβαθμίζουν το σαιξπηρικό έργο. Ίσα-ίσα, αν κάποιος θελήσει να μείνει στο πρώτο στάδιο της παράστασης που διεξάγεται στο νοσοκομείο και δε γνωρίζει για τον «Βασιλιά Ληρ», αφενός θα περάσει καλά και έπειτα θα νιώσει ακριβώς τα ίδια συναισθήματα που θα του δημιουργούνταν αν παρακολουθούσε αυτούσιο τον «Βασιλιά Ληρ». Όλες οι πλευρές και όλα τα στάδια της παράστασης έχουν δηλαδή την ίδια κοινή κατάληξη.

Η δραματουργία είναι εξαιρετικής σημασίας στην παράσταση, γιατί εφόσον τα αδέρφια χρησιμοποιούν τα λόγια του Σαίξπηρ για να εκφράσουν τα πάθη τους, οι κινήσεις τους είναι που μας κάνουν να βλέπουμε τις προθέσεις τους. Σε αυτό το επίπεδο, είναι δύσκολο να διαχωρίσεις τη σκηνοθεσία της Ιόλης Ανδρεάδη από την δραματουργία γιατί είναι ένα και το αυτό. Η κίνηση αποκτά λόγο. Τα κοστούμια και η σκηνογραφία της Δήμητρας Λιάκουρα δημιουργούν ένα αψεγάδιαστο αισθητικά τοπίο, ψυχρό και ουδέτερο όπως η αίθουσα αναμονής ενός νοσοκομείου και, πάνω σε αυτή τη βάση, η ιστορία βρίσκει τον χώρο να ξεδιπλωθεί καταλλήλως. Όλοι οι ηθοποιοί είναι πολύ καλοί και ανταποκρίνονται στους διπλούς ρόλους τους. Ειδικά ο Μιλτιάδης Φιορέντζης ως Πρώτος Γιος και Βασιλιάς Ληρ τα πηγαίνει περίφημα στο απαιτητικό αυτό δίπολο, αλλά και οι Χρηστίνα Γαρμπή, Ελεάνα Καυκαλά, Θύμιος Κούκιος, Μαρία Προϊστάκη, καθώς και ο Γιώργος Κισσανδράκης στον κομβικό ρόλο του σαιξπηρικού τρελού συμβάλλουν τα μέγιστα στην τελική θετική εικόνα.

Υπήρξε μια από τις σημαντικές στιγμές του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών ο «Young Lear». Συζητήθηκε, σε άλλους άρεσε και σε άλλους όχι, αλλά σίγουρα αποτελεί μια ακόμη σημαντική στιγμή νεανικής δημιουργίας από την Ιόλη Ανδρεάδη και τους συνεργάτες της μετά την «Οικογένεια Τσέντσι». Όχι μόνο επειδή εκφράζει καίρια ζητήματα της νέας γενιάς, αλλά και γιατί, σε καθαρά σύγχρονο θεατρικό χώρο και χρόνο, αποδεικνύει ότι οι νέοι δημιουργοί έχουν φαντασία και τόλμη και μπορούν να πάρουν μια μικρή ιστορία και να τη δέσουν με κάτι μεγαλύτερο ακόμη και από τους ίδιους.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]