Κριτική: κοιτάζοντας με ανθρώπινη ματιά την Ευρώπη της μετανάστευσης
Κριτική της Ελένης Πετάση.
Το οδυνηρό ζήτημα της μετανάστευσης που ταλανίζει την Ευρώπη και ιδιαίτερα τη χώρα μας αποτελεί πηγή έμπνευσης για τον ουγγροεβραϊκής καταγωγής Βρετανό συγγραφέα Άντερς Λουστγκάρτεν που έγραψε το «Λαμπεντούζα», ύστερα από παραγγελία του θεάτρου Σόχο του Λονδίνου, στο πλαίσιο αφιερώματος στο σύγχρονο πολιτικό θέατρο.
Πολιτικός ακτιβιστής ο ίδιος θέλησε να καταγράψει την κόλαση στην οποία υπόκεινται τόσο οι άτυχοι πρόσφυγες που πνίγονται κατά χιλιάδες στην προσπάθειά τους να διαφύγουν από τις ρημαγμένες πατρίδες τους, όσο και την κακοδαιμονία εκείνων που, για να επιζήσουν, αναγκάζονται να υποκύψουν στις εντολές ενός χυδαίου συστήματος.
Το κείμενό του, τραχύ και δηκτικό, μπορεί να μην εντυπωσιάζει ή να αφυπνίζει τους Έλληνες όσο τους Βρετανούς (ο κριτικός Μάικλ Μπίλινγκτον της εφημερίδας «Γκάρντιαν» το χαρακτήρισε «γενναίο, τολμηρό, συγκινητικό»), καθώς το πρόβλημα αγγίζει βίαια την καθημερινότητά μας. Το «agit-prop» θέατρο (αγωνιστικό-προπαγανδιστικό θέατρο), εξάλλου, συχνά γλιστράει σε απλουστεύσεις, γεγονός που δεν άφησε ανεπηρέαστο το «Λαμπεντούζα». Ωστόσο, πέρα από την έλλειψη εμβάθυνσης και την αγριάδα του, το συγκεκριμένο διαθέτει ανθρωπιά και τρυφερότητα.
Δύο παράλληλες ιστορίες αποτελούν τον κορμό του έργου.
Την πρώτη αφηγείται ο Στέφανο, ένας Ιταλός ψαράς που ζει στο πρώην παραδεισένιο νησί Λαμπεντούζα και τώρα, λόγω ανεργίας -και καθώς το κράτος δεν θέλει να διαταραχθεί η τουριστική άνθηση της περιοχής- περισυλλέγει τα πτώματα των μεταναστών που γεμίζουν τη θάλασσά του.
Τη δεύτερη εξιστορεί μια Κινεζοβρετανίδα φοιτήτρια που σπουδάζει στο Λονδίνο και ταυτόχρονα δουλεύει σε μια εταιρεία ως υπάλληλος είσπραξης δανείων εκβιάζοντας τους άμοιρους αναξιοπαθούντες και αντιμετωπίζοντας άλλοτε τον θυμό τους και άλλοτε, λόγω της καταγωγής της, τον ρατσισμό.
Και οι δύο μονόλογοι έχουν κοινό παρονομαστή αφενός το αδιέξοδο του καπιταλιστικού συστήματος της Ευρώπης και αφετέρου τον ανθρωπισμό ως μοναδική λύση. Γιατί ο Στέφανο λυτρώνεται όταν γίνεται φίλος με έναν μετανάστη από το Μάλι και καταφέρνει να σώσει τη γυναίκα του από βέβαιο πνιγμό. Αντίστοιχα η άκαμπτη Ντενίζ αποκτά ανθρώπινο πρόσωπο όταν δημιουργεί στενή σχέση με μια Πορτογαλίδα δανειολήπτρια.
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος στη λιτή, μεστή παράστασή του έδωσε έμφαση στην πολιτική διάσταση του έργου, ενώ ευτύχησε στην επιλογή της διανομής του. Ο εξαιρετικός Αργύρης Ξάφης, σε μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του, υποδύθηκε τον ψαρά χωρίς μελοδραματική χροιά, αλλά με συγκινησιακή φόρτιση, προκαλώντας ριπές ρίγους. Η λιγότερο έμπειρη Χαρά-Μάτα Γιαννάτου ανέλαβε να αποδώσει τον πιο ανολοκλήρωτο μονόλογο τον οποίο ως ένα βαθμό στήριξε χωρίς όμως να αποφύγει κάποιες στιγμές μονοτονίας. Ατυχές το υπαινικτικό σκηνικό της Μαγδαληνής Αυγερινού, αλλά ενδιαφέρουσα η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ / [email protected]