Διείσδυση στην ανθρώπινη ενδοχώρα σε μία αισθητικά άψογη παράσταση
Κριτική από την Ελένη Πετάση.
«Kύλα
Μεγάλη μπάλα
Γη
Κύλα
Αυγινή
Εσπερινή
Νυχτερινή
Κύλα
Κύλα
Και πέσε μέσα στα χέρια της νέας εποχής»
Fernardo Pessoa
Η σκηνή είναι σκοτεινή. Στο βάθος, φωτισμένο αμυδρά, διακρίνεται ένα «φρέσκο» -η μορφή μιας ακαθόριστης γυναίκας- που σταδιακά ζωντανεύει. Η φωνή της Ηλέκτρας Νικολούζου ακούγεται ξεκάθαρη αφυπνίζοντας τη φαντασία και τα συναισθήματά μας. Είναι η φωνή μιας περσόνας που ξυπνώντας από τον βαθύ της λήθαργο ξεκινά το υπαρξιακό της ταξίδι από το σκοτάδι στο φως.
Ένα ταξίδι μοναχικό στο οποίο το σώμα φέρει τη συσσωρευμένη, έγκλειστη εμπειρία του βιώματος. Και ένα ταξίδι που παρότι εγκλωβισμένο σε ένα κατακερματισμένο παρελθόν ατενίζει προφητικά τη νέα εποχή. Η Aurora (Αυγή), όπως ονομάζει την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα παράστασή του ο Βλαδίμηρος Νικολούζος, έχοντας ως αφετηρία το ομώνυμο βιβλίο του φιλοσόφου Jakob Bohme (16ος αιώνας), συναρμολογεί με πνευματική διαύγεια ποιήματα των Fernanto Pessoa, Saint-John Perse, T.S Coleridge, Βλαδίμηρου Νικολούζου, μαζί με κείμενα του Αντονίν Αρτό, του Λουκρήτιου και των ορφικών δοξασιών.
Η σιωπηλή, επί σκηνής, ηρωίδα του -ένας θηλυκός δαίμων ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο- «ακούγοντας» και η ίδια τα θραύσματα του λόγου της, είναι ένας αγγελιοφόρος που έρχεται να μας θυμίσει τη χαμένη πίστη και μέσα απ’ αυτήν να ξορκίσει τη στασιμότητα του κόσμου.
Η Ηλέκτρα Νικολούζου, σαν ραψωδός του ελάχιστου, ξεδιπλώνει με τελετουργικές κινήσεις και δωρική καθαρότητα αυτόν τον εσωτερικό ποιητικό μονόλογο χρησιμοποιώντας ως δίαυλο το ίδιο της το σώμα. Σώμα που πάσχει, ντυμένο στο κόκκινο του αίματος σαν ανοιχτή πληγή.
Μέσα σε έναν κενό χώρο γεμάτο από λαμπιόνια που κάποια στιγμή αναβοσβήνουν απειλητικά, τυλιγμένη σε ένα ημίφως που εγκυμονεί κινδύνους και βυθισμένη στην σημειολογικά φορτισμένη μουσική του Βαγγελίνο Κουρεντζή, περνά με εξαιρετική ευχέρεια μέσα από τις «συμπληγάδες» των μεταμορφώσεων του ρόλου.
Άλλοτε, μας προσκαλεί να προσκυνήσουμε σε τόπους μεταφυσικούς και άλλοτε μας αιφνιδιάζει καθώς εκρήγνυται με διονυσιακή ορμή: «Μούγκρισε, ξέσπασε, νίκησε, σπάσε, κουνήσου, εκπυρσοκρότησε, τρέμε, ρίγησε, άφρισε… φύγε!». Για να έρθει στο τέλος η κάθαρση.
Δεν είναι εύκολο να εισχωρήσει κανείς στον ίλιγγο της ανθρώπινης ενδοχώρας. Όπως δεν είναι εύκολη -για πολλούς- η κατανόηση αυτής της αισθητικά άψογης παράστασης. Πρέπει να αφήσει ελεύθερες τις αισθήσεις του, να παρασυρθεί από τη μουσικότητα της, να «ακούσει» τις φωνές βαθιάς μνήμης, να εισχωρήσει στις μυστικές ανάσες των κειμένων.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ / [email protected]