Κριτική: Η σκηνή φλέγεται από την ενέργεια στην ανατρεπτική σάτιρα του Λαμπίς
Από την Ελένη Πετάση.
«Εντάξει, υπάρχει ένα προβληματάκι, το κέρατο... Αλλ’ αφού δεν το ξέρουν; Εκτός απ’ αυτό, για τι άλλο να παραπονεθούν; Τους φροντίζουμε, τους χαϊδεύουμε, τους έχουμε στα όπα-όπα... Ενώ εμείς, οι εραστές, είμαστε χτικιασμένοι, άυπνοι, τρομαγμένοι... σαν κλέφτες».
Με αυτά τα λόγια, ο Ερνέστος, εραστής της συζύγου του Μαρζαβέλ, υποστηρίζει την ανατρεπτική άποψη του Ευγένιου Λαμπίς για τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής του. Στους «Τρεις ευτυχισμένους» (1870) η μοιχεία είναι κοινός τόπος. Αλλά η ευχαρίστηση που προσφέρει είναι μηδαμινή μπροστά στα εμπόδια που δημιουργεί. Αντίθετα οι απατημένοι απολαμβάνουν ειδική μεταχείριση. Τόσο ώστε να παραμένουν ανυποψίαστοι ακόμα και όταν βλέπουν τον αγαπητικό της συντρόφου τους χωμένο μέσα στη φούστα της. Οι υπόλοιποι ακτινοβολούν άγχος καθώς τρέχουν να κρυφτούν, σκαρφαλώνουν σε υδρορροές, μεταμφιέζονται σε κηπουρούς, επινοούν απίστευτες δικαιολογίες, κάνουν βαρετά θελήματα και όλα αυτά για να γευτούν «κάτι ψιχουλάκια... εάν και εφόσον μας τα 'χουν αφήσει».
Στη ζαλιστική φάρσα του Λαμπίς, που σατιρίζει την υποκριτική αστική τάξη και το ιλουστρασιόν περιτύλιγμά της, οι πάντες είναι ένοχοι: Ο Μαρζαβέλ έχει αφήσει το στίγμα του για τις απιστίες του, η δεύτερη γυναίκα του, Έρμανς, ερωτοτροπεί με τον καλύτερό του φίλο, αλλά και ο φίλος του Ζομπλέν είχε σχέση με την πρώην γυναίκα του, το υπηρετικό προσωπικό ακολουθεί τις εκτροπές τους κ.ο.κ.
Με γρήγορους ρυθμούς, άπειρα στροβιλίσματα (πολύ καλή η κινησιολογία της Σταυρούλας Σιάμου), διαρκείς πτώσεις (ίσως υπερβολικές) που οι ηθοποιοί αποδίδουν με απόλυτη φυσικότητα, ο Γιάννης Χουβαρδάς κάνει τη σκηνή να φλέγεται από ενέργεια. Η δική του ανάγνωση, ωστόσο, δεν είναι συμβατική με χοντροκομμένες καταστάσεις που αποσκοπούν στο εύκολο γέλιο του κοινού αλλά μια εκλεπτυσμένη κωμωδία που διατηρεί το πνεύμα του συγγραφέα και πίσω από την αλαφράδα του κειμένου διακρίνει κανείς έναν προβληματισμό που δίνει στη σκέψη του πυκνότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν δημιουργεί, παρόλες τις αδυναμίες της (θα μπορούσε, για παράδειγμα, να μετριαστεί η μεγάλη διάρκειά της), μια ευφρόσυνη παράσταση με φαρσικές αποχρώσεις. Στην εκτέλεσή της σημαντικό ρόλο παίζουν η εύστοχη μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, το παιγνιώδες σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, τα έξυπνα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη και φυσικά ο συνολικά καλοδουλεμένος θίασος.
Ο Δημήτρης Τάρλοου πλάθει με μέτρο έναν απολαυστικό Μαρζαβέλ. Ο Άγγελος Παπαδημητρίου κατέχει απόλυτα τους κώδικες της κωμωδίας. Η αεικίνητη, ιδιαίτερα ευέλικτη Άλκηστις Πουλοπούλου και ο κωμικά «αφελής» Χρήστος Λούλης ως παράνομοι εραστές δημιουργούν ένα χαριτωμένο ζευγάρι. Συμπαθής η Λένα Παπαληγούρα και ικανοποιητικός ο Λαέρτης Μαλκότσης. Λιγότερο αποτελεσματική η Ιωάννα Κολλιοπούλου.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ / [email protected]