Ο κακός ύπνος ίσως ευθύνεται για Αλτσχάιμερ

o-kakos-upnos-isos-euthunetai-gia-altsxaimer

ΤΡΙΤΗ, 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2012

Ο κακός ύπνος μπορεί να επιταχύνει τη φθορά του εγκεφάλου και να επισπεύσει την εμφάνιση της άνοιας και της νόσου Αλτσχάιμερ, υποστηρίζουν τέσσερις νέες επιστημονικές έρευνες που παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο της εταιρείας Αλτσχάιμερ στο Βανκούβερ του Καναδά.

Σύμφωνα με το ΑΠΕ, στην πρώτη πρώτη έρευνα, με επικεφαλής την επιδημιολόγο Ελίζαμπεθ Ντεβόρ του νοσοκομείου Brigham and Women's της Βοστώνης, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι γυναίκες που κοιμούνται το βράδυ λιγότερο από πέντε ώρες ή περισσότερο από εννέα είχαν χειρότερη μέση νοητική επίδοση σε σχέση με όσες κοιμούνταν επτά ώρες. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τόσο ο πολύ λίγος όσο και ο υπερβολικός ύπνος ισοδυναμούν με πρόωρη γήρανση του εγκεφάλου κατά δύο χρόνια.

Η δεύτερη έρευνα από επιστήμονες του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Σαν Φρανσίσκο κατέγραψε την ποιότητα του ύπνου περίπου 1.300 γυναικών ηλικίας άνω των 75 ετών. Διαπιστώθηκε ότι όσες έκαναν τον χειρότερο ύπνο, ιδίως παρουσιάζοντας άπνοια, είχαν υπερδιπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν τα συμπτώματα ήπιας άνοιας τα επόμενα πέντε χρόνια. Όσες είχαν μεγαλύτερη αϋπνία, είχαν γενικά χειρότερες επιδόσεις στα γλωσσικά και νοητικά τεστ.

Σε μία τρίτη μελέτη στη Γαλλία, οι ερευνητές παρακολούθησαν για πάνω από οκτώ χρόνια σχεδόν 5.000 νοητικά υγιείς ανθρώπους άνω των 65 ετών. Διαπιστώθηκε ότι όσοι, λόγω κακού ύπνου, νύσταζαν κατά τη διάρκεια της ημέρας, αντιμετώπιζαν αυξημένο κίνδυνο έκπτωσης των νοητικών λειτουργιών τους.

Τέλος, έρευνα της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Ουάσιγκτον -Σεν Λούις έλαβε δείγματα αίματος και εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τρεις ομάδες εθελοντών, μία με άνοια, μία με υγιείς ηλικιωμένους και μία με νέους, σε χρονικό διάστημα 36 ωρών.

Οι ερευνητές οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι οι συνήθειες του ύπνου συνδέονταν με τα επίπεδα της πρωτεΐνης (αμυλοειδούς) που εμπλέκεται στη δημιουργία των εγκεφαλικών «πλακών», οι οποίες αποτελούν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της νόσου Αλτσχάιμερ.

Οι επιστήμονες πάντως επισημαίνουν ότι τα ευρήματα όλων των μελετών θεωρούνται προκαταρκτικά, καθώς δεν έχουν ακόμα δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά.