Υπερχοληστεριναιμία και στεφανιαία νόσος: όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε

yperxolisterinaimia-kai-stefaniaia-nosos-ola-osa-prepei-na-gnorizete

ΠΕΜΠΤΗ, 26 ΙΟΥΛΙΟΥ 2012

Μια από τις πιο συνηθισμένες παθήσεις που διαγιγνώσκονται στα μικροβιολογικά εργαστήρια είναι η υπερλιπιδαιμία. Μπορεί να βρεθεί σε όλες τις ηλικίες. Έτσι κρίνεται απαραίτητο στα πλαίσια του προληπτικού ελέγχου να εξετάζεται και το λιπιδαιμικό προφίλ.

Η χοληστερίνη δεν είναι απλά θέμα σωστής διατροφής, αλλά παράγεται από τον ίδιο τον οργανισμό στο συκώτι και, σε μικρότερο ποσοστό, προσλαμβάνεται με τις τροφές που περιέχουν ζωικά λίπη (αυγά, προϊόντα κρέατος, γαλακτοκομικά προϊόντα, κ.λπ.). Η αύξησή της οφείλεται τόσο σε διαταραχή του μεταβολισμού του οργανισμού, όσο και σε αυξημένη πρόσληψη ζωικών λιπών με το φαγητό. Η αύξηση της χοληστερίνης και των τριγλυκεριδίων δεν προκαλεί κανένα σύμπτωμα.

Σε περίπτωση που υπάρχει κάποιος από τους παρακάτω προδιαθεσικούς παράγοντες ή εξέταση θα πρέπει να γίνεται σε ετήσια βάση και να αξιολογείται από τον θεράποντα ιατρού.

-Ανεύρεση παθολογικής τιμής χοληστερίνης σε τυχαία μέτρηση (προϋποθέτει σωστή προετοιμασία 16 ώρες από το τελευταίο γεύμα)

-Οικογενειακό ιστορικό Υπερλιπιδαιμίας (Τύπου Ι έως V)

-Οικογενειακό ιστορικό πρώϊμης καρδιοαγγειακής νόσου.

-Οικογενειακό ιστορικό διαταραχών του θυρεοειδούς αδένα.

-Οικογενειακό ιστορικό νεφρικών παθήσεων (ποιο σπάνιο).

-Σακχαρώδης διαβήτης.

-Αρτηριακή υπέρταση.

-Ηλικία. Άνδρες μεγαλύτεροι των 45 ετών και γυναίκες μεγαλύτερες από 55.

-Υπέρβαροι με συσσώρευση του λίπους στην κοιλιακή χώρα.

-Κάπνισμα

-Έλλειψη τακτικής σωματικής άσκησης

Τι είναι η αθηροσκλήρωση;

Κατά την δράση των προαναφερθέντων προδιαθεσικών παραγόντων επέρχεται δυσλειτουργία του ενδοθηλίου και των στεφανιαίων αγγείων. Η χοληστερίνη και ειδικά η LDL (κακή) χοληστερίνη εισέρχεται στο τοίχωμα των αγγείων και προσελκύει τα μονοκύτταρα που με την σειρά τους προσλαμβάνουν χοληστερίνη. Το αποτέλεσμα είναι η αθηρωματική πλάκα. Είναι μία χρόνια φλεγμονώδης κατάσταση, στην οποία εμπλέκεται η LDL χοληστερίνη και οι βλάβες του ενδοθηλίου (της εσωτερικής στιβάδας του αρτηριακού τοιχώματος) προκαλώντας πάχυνση της εσωτερικής στιβάδας των αρτηριών.

Τελικά, η αυξημένη χοληστερίνη επιταχύνει την αρτηριοσκλήρυνση με αποτέλεσμα να αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών επεισοδίων (κυρίως εμφραγμάτων). Η εκδήλωση της νόσου πολλές φορές είναι η στεφανιαία νόσος.

Τι είναι η υπερλιπιδαιμία;

Είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία αυξάνονται ένα ή περισσότερα κλάσματα στο αίμα δηλαδή η χοληστερίνη, τα τριγλυκερίδια και τα φωσφολιπίδια.

Η μεταφορά των λιπιδίων στο αίμα επιτυγχάνεται με τη σύνδεσή τους με υδρόφιλες πρωτεΐνες. Το σύμπλεγμα των λιπιδίων με τις πρωτεΐνες ονομάζεται λιποπρωτείνη. Βάσει της ηλεκτροφόρησης και υπερφυγοκέντρησης διακρίνονται σε 4 κατηγορίες:

α-ΛΙΠΟΠΡΩΤΕΙΝΕΣ ή υψηλής πυκνότητας (HDL ή καλή χοληστερίνη)

Μεταφέρουν την χοληστερίνη από την περιφέρεια στο ήπαρ με αποτέλεσμα τον καθαρισμό των αγγείων από την χοληστερίνη γι' αυτό συνηθίζεται να λέγεται καλή χοληστερίνη.

ΠΡΟ-β-ΛΙΠΟΠΡΩΤΕΙΝΕΣ ή πολύ χαμηλής πυκνότητας (VLDL)

β-ΛΙΠΟΠΡΩΤΕΙΝΕΣ ή χαμηλής πυκνότητας (LDL ή κακή χοληστερίνη)

Μεταφέρουν την χοληστερίνη από το ήπαρ στην περιφέρεια με αποτέλεσμα τη συσσώρευση της στα αγγεία γι' αυτό συνηθίζεται να λέγεται κακή χοληστερίνη.

ΧΥΛΟΜΙΚΡΑ

Οι υπερλιποπρωτεϊναιμίες διακρίνονται σε πρωτογενείς και δευτερογενείς. Οι πρωτογενείς αποτελούν νοσήματα που κληρονομούνται. Οι δευτερογενείς υπερλιποπρωτεϊναιμίες αποδίδονται σε διαταραχές του μεταβολισμού που οφείλονται σε γνωστά νοσήματα ή σύνδρομα.

Ο αθηρωματικός δείκτης αποτελεί κριτήριο που σχετίζεται με την πιθανότητα εμφάνισης στεφανιαίας νόσου. Προκύπτει από τη διαίρεση: ολική χοληστερίνη / HDL χοληστερίνη. Σύμφωνα με ορισμένες επιδημιολογικές μελέτες ιδανικές τιμές θεωρούνται κάτω από 3,5 και επικίνδυνες για τους άνδρες είναι εκείνες που υπερβαίνουν το 4,5.

Πώς χωρίζονται οι υπερλιπιδαιμίες;

-ΥΠΕΡΛΙΠΟΠΡΩΤΕΙΝΑΙΜΙΑ ΤΥΠΟΥ (I): Χαρακτηρίζεται από μεγάλη αύξηση των χυλομικρών. Η χοληστερίνη είναι φυσιολογική, ενώ τα τριγλυκερίδια είναι πολύ αυξημένα (συχνά υπερβαίνουν τα 1000 mg ). Η νόσος κληρονομείται κατά τον υπολειπόμενο χαρακτήρα.

Άλλα νοσήματα που δίδουν ανάλογη εργαστηριακή εικόνα (δευτερογενείς υπερλιπρωτεϊναιμίες) είναι ενίοτε ο απορυθμισμένος σακχαρώδης διαβήτης, ο υπερθυρεοειδισμός, οι παγκρεατίτιδες και η λήψη αντισυλληπτικών δισκίων.

-ΥΠΕΡΛΙΠΟΠΡΩΤΕΙΝΑΙΜΙΑ ΤΥΠΟΥ (ΙΙ): ο τύπος ΙΙα χαρακτηρίζεται από μεγάλη αύξηση της LDL χοληστερίνης. Οι τιμές της χοληστερίνης του πλάσματος είναι υψηλές, αλλά τα τριγλυκερίδια φυσιολογικά. Η νόσος κληρονομείται κατά τον αυτόσωμο επικρατούντα χαρακτήρα.

Ο ΤΥΠΟΣ ΙΙβ είναι σχετικά συχνός και χαρακτηρίζεται από αυξήσεις των LDL αλλά και των VLDL. Αυξάνουν τόσο η χοληστερίνη όσο και τα τριγλυκερίδια. Γενικότερα ο τύπος ΙΙ είναι ο πιο απειλητικός για την υγεία. Οι ομοζυγώτες παρουσιάζουν βαρύτερη και πρωιμότερη κλινική εικόνα σε σύγκριση προς τους ετεροζυγώτες.

Έχουν περιγραφεί ομοζυγώτες που παρουσίασαν έμφραγμα του μυοκαρδίου στην παιδική ηλικία. Οι περισσότεροι από τους ομοζυγώτες δεν επιζούν μετά το 40ο έτος της ηλικίας. Οι ετεροζυγώτες εμφανίζουν συνήθως στηθάγχη ή έμφραγμα μεταξύ της ηλικίας 30 και 60 ετών.

-ΥΠΕΡΛΙΠΟΠΡΩΤΕΙΝΑΙΜΙΑ ΤΥΠΟΥ (ΙΙΙ): Η χοληστερίνη και τα τριγλυκερίδια αυξάνουν περίπου ισόποσα.

-ΥΠΕΡΛΙΠΟΠΡΩΤΕΙΝΑΙΜΙΑ ΤΥΠΟΥ (IV): Στον τύπο συμπεριλαμβάνεται η οικογενής συνδυασμένη υπερλιποπρωτεϊναιμία, και οι ελαφρότερες μορφές της οικογενούς υπερτριγλυκεριδαιμίας. Δευτερογενώς παρατηρείται συχνά στο διαβήτη, στη νεφρική ανεπάρκεια, στο νεφροσικό σύνδρομο, σε λήψη οιστρογόνων, αντισυλληπτικών δισκίων, στον υποθυρεοειδισμό κλπ. Είναι αρκετά συχνή κατάσταση. Αφορά συνήθως άτομα μέσης ή μεγαλύτερης ηλικίας παχύσαρκα, που εμφανίζουν συχνά διαβήτη ή απλώς ελαττωμένη ανοχή στη γλυκόζη και υπερουριχαιμία. Η διατροφή με πολλούς υδατάνθρακες καθώς και η λήψη οινοπνεύματος επιδεινώνουν την υπερτριγλυκεριδαιμία.

-ΥΠΕΡΛΙΠΟΠΡΩΤΕΙΝΑΙΜΙΑ ΤΥΠΟΥ (V): Σπάνια κατάσταση. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη αύξηση χυλομικρών και VLDL. Αυξάνουν τόσο η χοληστερίνη όσο και τα τριγλυκερίδια.

Οι μετρήσεις των λιπιδίων δεν θα πρέπει να γίνονται στην διάρκεια οξείας νόσησης ή σε περιόδους απώλειας σωματικού βάρους, διότι αμφότερες οι καταστάσεις αυτές ενδέχεται να μειώνουν τις τιμές των λιπιδίων ή στην διάρκεια εγκυμοσύνης, στην οποία οι τιμές είναι αυξημένες. Τα επίπεδα της LDL χοληστερίνης και της HDL χοληστερίνης μπορεί να μειωθούν επί διάστημα έως 12 εβδομάδων, μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου ή άλλο σοβαρό τραυματισμό.

Η εργαστηριακή διάγνωση των υπερλιπιδαιμιών γίνεται με συνδυασμό μεθόδων. Οι πιο χρήσιμες είναι ο προσδιορισμός των τριγλυκεριδίων, της χοληστερίνης, της HDL και της LDL- χοληστερίνης.

Ο βιοχημικός έλεγχος ρουτίνας εκτός των προηγουμένων και ανάλογα με τους προδιαθεσικούς παράγοντες θα πρέπει να περιλαμβάνει και εξέταση σακχάρου, CRP(C αντιδρώσα πρωτεϊνη), ουρικού οξέος, έλεγχος θυρεοειδικής λειτουργίας (σπανιότερα) και σε οξέα περιστατικά τροπονίνη, CPK και άλλα.

Υπάρχουν και πιο εξειδικευμένες εξετάσεις, οι οποίες μετά από την κλινική εξέταση του θεράποντος ιατρού μπορούν να εκτιμήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου και να δοθεί η ανάλογη θεραπεία.

Αγωγή-θεραπεία

Θεραπευτικά μπορείτε να ξεκινήστε από την επιλογή τροφών με χαμηλά κορεσμένα λίπη, χαμηλή περιεκτικότητα σε αλάτι και λίγες θερμίδες σε συνδυασμό με ήπια σωματική άσκηση εφόσον δεν υπάρχει κάποιος περιοριστικός παράγοντας.

Η φαρμακευτική θεραπεία όπως και με τη θεραπεία της υπέρτασης, έτσι και με την αυξημένη χοληστερίνη χορηγείται, με ελάχιστες εξαιρέσεις, για όλη τη ζωή. Το κριτήριο για την έναρξη φαρμακευτικής αγωγής είναι κυρίως οι τιμές της LDL-χοληστερίνης και όχι η ολική χοληστερίνη ή η HDL-χοληστερίνη. Η απόφαση για τη χορήγηση φαρμάκων δεν εξαρτάται μόνον από το πόσο αυξημένη είναι η χοληστερίνη, αλλά και από το πόσο κινδυνεύει ο άρρωστος.

Για παράδειγμα, ένας ασθενής με LDL-χοληστερίνη 120 mg/dl που έχει περάσει έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο ή είναι διαβητικός θα χρειασθεί φάρμακο, ενώ ένα νεαρό άτομο με χοληστερίνη π.χ. 160 mg/dl χωρίς προβλήματα (χωρίς έμφραγμα, υπέρταση ή διαβήτη, μη καπνιστής, κ.λπ.) μπορεί να περιορισθεί στη δίαιτα και την άσκηση. Ο γιατρός θα αποφασίσει τη διάρκεια το είδος της θεραπείας και πότε χρειάζεται φαρμακευτική θεραπεία.

Από τον Γεώργιο Σακελλάρη, Ιατρό Βιοπαθολόγο-Συνεργάτη Ομίλου ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ.