Πώς η κατανάλωση καφεΐνης μπορεί να οδηγήσει σε πρόσληψη βάρους
Οι έρευνες για τα οφέλη του καφέ και της καφεΐνης όλο και αυξάνονται, με τους λάτρεις του καφέ να τρίβουν τα χέρια τους από ευχαρίστηση που η αγαπημένη τους συνήθεια είναι και ωφέλιμη και πλούσια σε πολυφαινόλες και άλλα αντιοξειδωτικά. Όσον αφορά το βάρος, όμως, τα νέα δεν είναι τόσο καλά.
Οι έρευνες το έχουν δείξει καθαρά: η κατανάλωση καφέ μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο κάποιων παθήσεων, όπως διαβήτη τύπου 2 και Πάρκινσον, με κάποιες μάλιστα να δείχνουν ότι η κατανάλωση 3 ή 4 φλιτζανιών την ημέρα μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 κατά 25% σε σχέση με τη μικρότερη κατανάλωσή του. Άλλες έρευνες δείχνουν ότι η τακτική κατανάλωσή του μπορεί να μειώσει τη φλεγμονή και το οξειδωτικό στρες που προκύπτει από τις ελεύθερες ρίζες, δύο βασικοί παράγοντες που σχετίζονται σχεδόν με κάθε ασθένεια, συμπεριλαμβανομένης και της παχυσαρκίας.
Η καφεΐνη έχει θερμογενική δράση, που σημαίνει ότι μπορεί να πυροδοτήσει την καύση του λίπους. Έρευνες δείχνουν ότι μπορεί να βοηθήσει στην απώλεια βάρους και στη διατήρηση της απώλειας αυτής, γι’ αυτό άλλωστε και αποτελεί συστατικό πολλών συμπληρωμάτων για απώλεια βάρους. Με βάση αυτό, εύλογο είναι να αναρωτιέστε πώς γίνεται τελικά να μην κάνει καλό στην προσπάθεια δίαιτας.
Ίσως έχετε παρατηρήσει και από τον εαυτό σας ότι αν έχετε μειώσει κάποτε την πρόσληψη καφεΐνης και προσπαθείτε να χάσετε βάρος στο πλαίσιο μιας ισορροπημένης διατροφής, ο δείκτης της ζυγαριάς αρχίζει και πέφτει πιο εύκολα και ο στόχος γίνεται πιο εφικτός. Τι συμβαίνει ακριβώς;
Ένας μέσος άνθρωπος λαμβάνει περίπου 300mg καφεΐνης καθημερινά από τον καφέ, το τσάι, τα αναψυκτικά, τη σοκολάτα και να ενεργειακά ποτά. Οι δόσεις καφεΐνης που λαμβάνουμε, όμως, μπορούν εύκολα να αυξηθούν, αν σκεφτείτε ότι υπάρχουν καφέδες που ξεπερνούν τα 450mg καφεΐνης, πράγμα που σημαίνει ότι εύκολα μπορεί να λάβει κάποιος 1 γραμμάριο ή και παραπάνω καφεΐνης συνολικά μέσα σε μια ημέρα.
Μια τέτοια ποσότητα καφεΐνης (και για κάποιους ανθρώπους ακόμη λιγότερο από αυτό) μπορεί να επηρεάζει αρνητικά τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, ενώ από τις 7 μελέτες σε μια αναθεώρηση, οι 5 έδειξαν ότι η καφεΐνη αυξάνει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα και επιμηκύνει αυτή την αύξηση.
Τα αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα επηρεάζουν επίσης τα επίπεδα ινσουλίνης (βασικής ορμόνης που ελέγχει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα), η οποία αποθηκεύει το λίπος στον κορμό του σώματός μας και κυρίως στην κοιλιά. Όταν η ινσουλίνη παραμένει ψηλά, τα κύτταρά μας γίνονται λιγότερο ευαίσθητα στο σήμα της: αυτό ονομάζεται αντίσταση στην ινσουλίνη. Κι αν θέλουμε να χάσουμε βάρος και να μην το ξαναπάρουμε, τα κύτταρά μας πρέπει να κάνουν ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή να είναι ευαίσθητα στην ινσουλίνη.
Η καφεΐνη, λοιπόν, υπό αυτή την έννοια μπορεί να κάνει τα κύτταρα να αντιστέκονται περισσότερο στην ινσουλίνη σε υγιείς ανθρώπους και σε σύντομο χρονικό διάστημα, συμβάλλοντας πιθανότατα στην αύξηση του σακχάρου του αίματος.
Αυτά τα αποτελέσματα συμβαίνουν συχνά ανάλογα με τη δόση, που σημαίνει ότι αν κάποιος καταναλώνει 7 φλιτζάνια καφέ θα έχει πιο έντονη επίδραση στο σάκχαρο του αίματος και τα επίπεδα της ινσουλίνης από αυτόν που πίνει δύο. Για κάποιους ανθρώπους όμως δεν χρειάζεται τόσο μεγάλη κατανάλωση για να εμφανιστούν αρνητικά αποτελέσματα.
Μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε υγιείς άντρες και γυναίκες έδειξε ότι η καφεΐνη επηρέασε την ευαισθησία στην ινσουλίνη με έναν δοσο-εξαρτώμενο τρόπο, χωρίς διάκριση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, και με σημείο εκκίνησης τις πολύ χαμηλές δόσεις.
Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπ’ όψιν ότι ο κάθε άνθρωπος μεταβολίζει την καφεΐνη διαφορετικά, κάτι που μπορεί να επηρεάσει τα αποτελέσματα μιας μελέτης. Όσοι μεταβολίζουν τον καφέ πιο αργά, που σημαίνει ότι η καφεΐνη παραμένει περισσότερο στον οργανισμό τους, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να παρουσιάσουν προβλήματα, σε σχέση με όσους τη μεταβολίζουν γρήγορα.
Τι να κρατήσετε, λοιπόν, από όλο αυτό; Ότι η καφεΐνη είναι αντιοξειδωτική, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα σακχάρου και ινσουλίνης του αίματος και να οδηγήσει σε αύξηση βάρους, σε δόσεις που ποικίλλουν για τον κάθε άνθρωπο, από μικρότερες, μέχρι μεγαλύτερες.