Η εσωτερική θερμοκρασία του σπιτιού καθορίζει την παχυσαρκία
Μια νέα, ενδιαφέρουσα μελέτη από το Ηνωμένο Βασίλειο αποκαλύπτει ότι οι άνθρωποι που ζουν σε καλά θερμαινόμενα σπίτια, έχουν λιγότερες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκοι ή να παρουσιάσουν υψηλό δείκτη μάζας σώματος, σε σύγκριση με τα άτομα που διατηρούν τα σπίτια τους πιο δροσερά.
Οι ερευνητές, από το Πανεπιστήμιο του Stirling της Σκωτίας, ανακάλυψαν ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ της υψηλής θερμοκρασίας και του χαμηλού σωματικού λίπους, μελετώντας πάνω από 100.000 ενήλικες που χρησιμοιούσαν κεντρική θέρμανση από το 1995 ως το 2007.
Αν και άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι οι υψηλότερες εσωτερικές θερμοκρασίες θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην αύξηση των επιπέδων της παχυσαρκίας στις ΗΠΑ, τον Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρώπη, οι συγκεκριμένοι ερευνητές φαίνεται πως υποστηρίζουν το εντελώς αντίθετο.
Η μελέτη εξέτασε το δείκτη μάζας σώματος ( ΔΜΣ) των συμμετεχόντων και έδειξε ότι εκείνοι που ζουν σε θερμότερα σπίτια - με θερμοκρασίες σταθερά πάνω από τους 23 βαθμούς Κελσίου, είχαν σταθερά χαμηλότερα επίπεδα ΔΜΣ, από τα άτομα που διατηρούν τα σπίτια τους πιο δροσερά.
Στην πραγματικότητα, η έρευνα δείχνει ότι οι άνθρωποι μπορούν να τρώνε λιγότερο και να καίνε περισσότερες θερμίδες, όταν διαμένουν σε ένα θερμότερο περιβάλλον. Υποστηρίζει επίσης ότι μία σταθερή εσωτερική θερμοκρασία 20,3 - 23 βαθμούς Κελσίου, παρέχει την μεγαλύτερη δυνατή άνεση για το ανθρώπινο σώμα.
Σε θερμοκρασίες πάνω από αυτό, όμως ο οργανισμός δαπανά περισσότερη ενέργεια και καταναλώνει λιγότερο φαγητό, επειδή η όρεξη καταστέλλεται.
Ωστόσο, οι μελετητές καταλήγουν σημειώνοντας ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να αποδειχθεί η ενδεχόμενη αιτιώδης φύση αυτής της σχέσης.