Η κατανάλωση γιαουρτιού πιθανώς μειώνει τον κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη
Όσοι τρώνε γαλακτοκομικά προϊόντα με χαμηλά λιπαρά, όπως γιαούρτι, τυρί κρέμα και τυρί κότατζ, έχουν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν διαβήτη, αποδεικνύει νέα έρευνα.
Τρώγοντας γιαούρτι και τυρί με χαμηλά λιπαρά, μπορούμε να μειώσουμε τις πιθανότητες να εκδηλώσουμε διαβήτη, κατά ένα τέταρτο σε σχέση με όταν δεν καταναλώνουμε αυτές τις τροφές. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα μιας έρευνας η οποία πραγματοποιήθηκε στη Βρετανία, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στην ειδική έκδοση Diabetologia.
Η έρευνα ξεκίνησε έντεκα χρόνια πριν, καταγράφοντας λεπτομερώς τις διατροφικές συνήθειες 3.500 βρετανών ανδρών και γυναικών. Μέχρι την ολοκλήρωσή της, 753 από τους συμμετέχοντες είχαν αναπτύξει διαβήτη τύπου 2.
Εκείνοι οι οποίοι έτρωγαν γαλακτοκομικά προϊόντα με χαμηλά λιπαρά, όπως γιαούρτι, τυρί κρέμα και τυρί κότατζ, είχαν κατά 24% λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν τη συγκεκριμένη ασθένεια, σε σχέση με εκείνους που δεν έτρωγαν κανένα από αυτά.
Τα ποσοστά που συσχετίζουν την κατανάλωση του γιαουρτιού με την εμφάνιση του διαβήτη, ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακά, καθώς οι πιθανότητες ανάπτυξης διαβήτη έπεφταν στο 28%.
Οι άνθρωποι που ανήκαν σε αυτή την κατηγορία, κατανάλωναν κατά μέσο όρο 4,4 μερίδες γιαουρτιού την εβδομάδα. Εκείνοι, μάλιστα, οι οποίοι επέλεγαν το γιαούρτι σα σνακ, αντί για ένα πακέτο πατατάκια, είχαν 47% λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν αργότερα διαβήτη.
Τα προϊόντα τα οποία πράγματι συσχετίστηκαν με τις χαμηλότερες πιθανότητες εμφάνισης διαβήτη, ήταν όσα είχαν υποστεί ζύμωση και είχαν χαμηλά λιπαρά. Η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων με περισσότερα λιπαρά δε φάνηκε να έχει κάποια επίπτωση.
Έχουμε πλέον όλο και περισσότερα στοιχεία στα χέρια μας που αποδεικνύουν ότι η συχνή κατανάλωση συγκεκριμένων τροφών, όπως αυτά που έχουν πρόσθετη ζάχαρη, αλλά και τα ζαχαρώδη ποτά, είναι βλαβερή για την υγεία μας. Και είναι πολύ καθησυχαστικό να λαμβάνουμε θετικά μηνύματα για τροφές, όπως το γιαούρτι και τα γαλακτοκομικά προϊόντα με χαμηλά λιπαρά και το πόσο καλό μας κάνουν.
Το μόνο «αδύνατο» σημείο της έρευνας είναι ότι οι διατροφικές συνήθειες των συμμετεχόντων καταγράφηκαν εξονυχιστικά κατά την έναρξή της, αλλά αυτές οι πληροφορίες δεν ανανεώθηκαν κατά τη διάρκεια των επόμενων 11 ετών. Έτσι, παρέμεινε άγνωστο το αν εκείνοι τις είχαν εν τω μεταξύ αλλάξει σημαντικά.